Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd τελώ τελούμε
τελείς τελείτε
τελεί τελούν(ε)
Onvoltooid verleden tijd τελούσα τελούσαμε
τελούσες τελούσατε
τελούσε τελούσαν(ε)
Aoristus τέλεσα τελέσαμε
τέλεσες τελέσατε
τέλεσε τέλεσαν, τελέσαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω τελέσει,
έχω τετελεσμένο
έχουμε τελέσει,
έχουμε τετελεσμένο
έχεις τελέσει,
έχεις τετελεσμένο
έχεις τελέσει,
έχεις τετελεσμένο
έχει τελέσει,
έχει τετελεσμένο
έχουν τελέσει,
έχουν τετελεσμένο
Voltooid verleden tijd είχα τελέσει,
είχα τετελεσμένο
είχαμε τελέσει,
είχαμε τετελεσμένο
είχες τελέσει,
είχες τετελεσμένο
είχατε τελέσει,
είχατε τετελεσμένο
είχε τελέσει,
είχε τετελεσμένο
είχαν τελέσει,
είχαν τετελεσμένο
Toekomende tijd (1) θα τελώ θα τελούμε
θα τελείς θα τελείτε
θα τελεί θα τελούν(ε)
Toekomende tijd (2) θα τελέσω θα τελέσουμε, θα τελέσομε
θα τελέσεις θα τελέσετε
θα τελέσει θα τελέσουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω τελέσει,
θα έχω τετελεσμένο
θα έχουμε τελέσει,
θα έχουμε τετελεσμένο
θα έχεις τελέσει,
θα έχεις τετελεσμένο
θα έχετε τελέσει,
θα έχετε τετελεσμένο
θα έχει τελέσει,
θα έχει τετελεσμένο
θα έχουν τελέσει,
θα έχουν τετελεσμένο
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να τελώ να τελούμε
να τελείς να τελείτε
να τελεί να τελούν(ε)
Aoristus να τελέσω να τελέσουμε, να τελέσομε
να τελέσεις να τελέσετε
να τελέσει να τελέσουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω τελέσει,
να έχω τετελεσμένο
να έχουμε τελέσει,
να έχουμε τετελεσμένο
να έχεις τελέσει,
να έχεις τετελεσμένο
να έχετε τελέσει,
να έχετε τετελεσμένο
να έχει τελέσει,
να έχει τετελεσμένο
να έχουν τελέσει,
να έχουν τετελεσμένο
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- τελείτε
Aoristus τέλεσε τελέστε, τελέσετε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd τελώντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας τελέσει, έχοντας τετελεσμένο
Onbepaalde wijs
Aoristus τελέσει
Voorbeelden met «τελώ»:
ελληνικά ολλανδικά
Αυτά είναι κάτι που θα αξίζει της προσοχής μας ακόμη και αν δεν τελούμε την οικονομική κρίση. Dat is iets wat onze aandacht waard is zelfs als we de economische crisis niet verhinderen.
Η ελεγχόμενη πτώχευση είναι ένα τετελεσμένο γεγονός. Het gecontroleerde faillissement is een voldongen feit.
Ο ιερέας τέλεσε τη Θεία Λειτουργία De priester volbracht de Goddelijke Liturgie.
Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «τελώ»:
- αναιρώ weerleggen, herroepen
- ανακαλώ herroepen, afzeggen
- αποτελώ samenstellen, vormen
- αρκώ volstaan, voldoende zijn
- αφαιρώ afnemen, aftrekken, inkrimpen
- διαιρώ verdelen
- διαρκώ * voortduren
- εκτελώ uitvoeren, afwikkelen
- εξαιρώ uitzonderen, vrijstellen
- επαινώ loven
- επιτελώ volbrengen, voltrekken
- καλώ uitnodigen, dagvaarden
- μπορώ * kunnen, mogen
- παρακαλώ ** vragen, verzoeken
- προσκαλώ uitnodigen, inviteren
- .

De met * aangegeven actieve werkwoorden hebben geen passieve vormen.

De vervoeging van het met ** aangegeven actieve werkwoord «παρακαλώ» is een combinatie van de actieve werkwoorden «πονάω, πονώ» en «μπορώ»

Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd τελούμαι τελούμαστε
τελείσαι τελείστε
τελείται τελούνται
Onvoltooid verleden tijd τελούμουν τελούμαστε
-- --
τελούνταν, ετελείτο τελούνταν, ετελούντο
Aoristus τελέστηκα τελεστήκαμε
τελέστηκες τελέστηκε
τελέστηκε τελέστηκαν, τελεστήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω τελεστεί,
είμαι τετελεσμένος, -η
έχουμε τελεστεί,
είμαστε τετελεσμένοι, -ες
έχεις τελεστεί,
είσαι τετελεσμένος, -η
έχετε τελεστεί,
είστε τετελεσμένοι, -ες
έχει τελεστεί,
είναι τετελεσμένος, -η, -ο
έχουν τελεστεί,
είναι τετελεσμένοι, -ές, -α
Voltooid verleden tijd είχα τελεστεί,
ήμουν τετελεσμένος, -η
είχαμε τελεστεί,
ήμαστε τετελεσμένοι, -ες
είχες τελεστεί,
έσουν τετελεσμένος, -η
είχατε τελεστεί,
έσαστε τετελεσμένοι, -ες
είχε τελεστεί,
ήταν τετελεσμένος, -η, -ο
είχαν τελεστεί,
ήταν τετελεσμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα τελούμαι θα τελούμαι
θα τελούμαι θα τελείστε
θα τελείται θα τελούνται
Toekomende tijd (2) θα τελεστώ θα τελεστούμε
θα τελεστείς θα τελεστείτε
θα τελεστεί θα τελεστούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω τελεστεί,
θα είμαι τετελεσμένος, -η
θα έχουμε τελεστεί,
θα είμαστε τετελεσμένοι, -ες
θα έχεις τελεστεί,
θα είσαι τετελεσμένος, -η
θα έχετε τελεστεί,
θα είστε τετελεσμένοι, -ες
θα έχει τελεστεί,
θα είναι τετελεσμένος, -η, -ο
θα έχουν τελεστεί,
θα είναι τετελεσμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να τελούμαι να τελούμαι
να τελούμαι να τελείστε
να τελείται να τελούνται
Aoristus να τελεστώ να τελεστούμε
να τελεστείς να τελεστείτε
να τελεστεί να τελεστούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω τελεστεί,
να είμαι τετελεσμένος, -η
να έχουμε τελεστεί,
να είμαστε τετελεσμενοι, -ες
να έχεις τελεστεί,
να είσαι τετελεσμένος, -η
να έχετε τελεστεί,
να είστε τετελεσμένοι, -ες
να έχει τελεστεί,
να είναι τετελεσμένος, -η, -ο
να έχουν τελεστεί,
να είναι τετελεσμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- τελείστε
Aoristus τελέσου τελεστείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd τελούμενος
Voltooid tegenwoordige tijd τετελεσμένος, -η, -ο τετελεσμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus τελεστεί
Voorbeelden met «τελούμαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Το μυστήριο συνιστάται να τελείται ημέρα Κυριακή. Het wordt aangeraden om het avondmaal op zondag te laten plaatsvinden.
Θα τελεστούν αθλητικοί αγώνες. Er zullen sport wedstrijden plaatvinden.
Τελέστηκε έναν φόρο υποτέλεια της ποδοσφαιρικής ομάδας Er vond een huldiging van het voetbalteam plaats
Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «τελούμαι»::
- αποτελούμαι bestaan uit
- αρκούμαι voldaan zijn, genoegen nemen
- εκτελούμαι voltrekken, terechtstellen
- επικαλούμαι aanvragen, smeken, aantrekken
- επιτελούμαι * volbracht zijn
- καλούμαι ** zich geroepen voelen, uitnodigen
- παρακαλούμαι verzocht worden
- .

Het met * aangegeven passieve werkwoord heeft geen actieve vorm.

De vervoeging van het met ** aangegeven passieve werkwoord «καλούμαι» is een combinatie van het bovenstaande passieve werkwoord «τελούμαι» en de passieve vorm van «προσκαλώ», «προσκαλούμαι» en