Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd προσκαλώ προσκαλώ
προσκαλείς προσκαλείτε
προσκαλεί προσκαλούν(ε)
Onvoltooid verleden tijd προσκαλούσα προσκαλούσαμε
προσκαλούσες προσκαλούσατε
προσκαλούσε προσκαλούσαν(ε)
Aoristus προσκάλεσα προσκαλέσαμε
προσκάλεσες προσκαλέσατε
προσκάλεσε προσκάλεσαν, προσκαλέσαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω προσκαλέσει,
έχω προσκαλεσμένο
έχουμε προσκαλέσει,
έχουμε προσκαλεσμένο
έχεις προσκαλέσει,
έχεις προσκαλεσμένο
έχεις προσκαλέσει,
έχεις προσκαλεσμένο
έχει προσκαλέσει,
έχει προσκαλεσμένο
έχουν προσκαλέσει,
έχουν προσκαλεσμένο
Voltooid verleden tijd είχα προσκαλέσει,
είχα προσκαλεσμένο
είχαμε προσκαλέσει,
είχαμε προσκαλεσμένο
είχες προσκαλέσει,
είχες προσκαλεσμένο
είχατε προσκαλέσει,
είχατε προσκαλεσμένο
είχε προσκαλέσει,
είχε προσκαλεσμένο
είχαν προσκαλέσει,
είχαν προσκαλεσμένο
Toekomende tijd (1) θα προσκαλώ θα προσκαλούμε
θα προσκαλούμε θα προσκαλείτε
θα προσκαλεί θα τελπροσκαλούνούν(ε)
Toekomende tijd (2) θα προσκαλέσω θα προσκαλέσουμε, θα προσκαλέσομε
θα προσκαλέσεις θα προσκαλέσετε
θα προσκαλέσει θα προσκαλέσουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω προσκαλέσει,
θα έχω προσκαλεσμένο
θα έχουμε προσκαλέσει,
θα έχουμε προσκαλεσμένο
θα έχεις προσκαλέσει,
θα έχεις προσκαλεσμένο
θα έχετε προσκαλέσει,
θα έχετε προσκαλεσμένο
θα έχει προσκαλέσει,
θα έχει προσκαλεσμένο
θα έχουν προσκαλέσει,
θα έχουν προσκαλεσμένο
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να προσκαλώ να προσκαλούμε
να προσκαλούμε να προσκαλείτε
να προσκαλεί να τελπροσκαλούνούν(ε)
Aoristus να προσκαλέσω να προσκαλέσουμε, να προσκαλέσομε
να προσκαλέσεις να προσκαλέσετε
να προσκαλέσει να προσκαλέσουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω προσκαλέσει,
να έχω προσκαλεσμένο
να έχουμε προσκαλέσει,
να έχουμε προσκαλεσμένο
να έχεις προσκαλέσει,
να έχεις προσκαλεσμένο
να έχετε προσκαλέσει,
να έχετε προσκαλεσμένο
να έχει προσκαλέσει,
να έχει προσκαλεσμένο
να έχουν προσκαλέσει,
να έχουν προσκαλεσμένο
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- προσκαλείτε
Aoristus προσκάλεσε προσκαλέστε, προσκαλέσετε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd προσκαλώντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας προσκαλέσει, έχοντας προσκαλεσμένο
Onbepaalde wijs
Aoristus προσκαλέσει
Voorbeelden met «προσκαλώ»:
ελληνικά ολλανδικά
Mας προσκάλεσαν στα εγκαίνια μιας έκθεσης ζωγραφικής. Wij waren uitgenodigd voor de opening van een schilderij tentoonstelling.
Ο Γιάννης με προσκάλεσε σε έναν αγώνα μπιλιάρδο. Jan nodigde me uit voor een potje biljart.
Ο δήμος προσκαλεί κάθε ενδιαφερόμενο να συμμετάσχει. De gemeente nodigt elke belanghebbende partij uit om deel te nemen.
Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «προσκαλώ»:
- αναιρώ weerleggen, herroepen
- ανακαλώ herroepen, afzeggen
- αποτελώ samenstellen, vormen
- αρκώ volstaan, voldoende zijn
- αφαιρώ afnemen, aftrekken, inkrimpen
- διαιρώ verdelen
- διαρκώ * voortduren
- εκτελώ uitvoeren, afwikkelen
- εξαιρώ uitzonderen, vrijstellen
- επαινώ loven
- επιτελώ volbrengen, voltrekken
- καλώ uitnodigen, dagvaarden
- μπορώ * kunnen, mogen
- παρακαλώ ** vragen, verzoeken
- τελώ (plechtig) vieren, voltrekken
- .

De met * aangegeven actieve werkwoorden hebben geen passieve vormen.

De vervoeging van het met ** aangegeven actieve werkwoord «παρακαλώ» is een combinatie van de actieve werkwoorden «πονάω, πονώ» en «μπορώ»

Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd προσκληθήκαμε προσκαλούμαστε
προσκαλείσαι προσκαλείστε
προσκαλείται προσκαλούνται
Onvoltooid verleden tijd τελούμουν τελούμαστε
-- --
προσκαλούνταν, προσκαλείτο προσκαλούνταν, προσκαλούντο
Aoristus προσκλήθηκα προσκληθήκαμε
προσκλήθηκες προσκληθήκατε
προσκλήθηκε προσκλήθηκαν, προσκληθήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω προσκληθεί,
είμαι προσκαλεσμένος, -η
έχουμε προσκληθεί,
είμαστε προσκαλεσμένοι,-ες
έχεις προσκληθεί,
είσαι προσκαλεσμένος, -η
έχετε προσκληθεί,
είστε προσκαλεσμένοι, -ες
έχει προσκληθεί,
είναι προσκαλεσμένος, -η, -ο
έχουν προσκληθεί,
είναι προσκαλεσμένοι, -ές, -α
Voltooid verleden tijd είχα προσκληθεί,
ήμουν προσκαλεσμένος, -η
είχαμε προσκληθεί,
ήμαστε προσκαλεσμένοι, -ες
είχες προσκληθεί,
έσουν προσκαλεσμένος, -η
είχατε προσκληθεί,
έσαστε προσκαλεσμένοι, -ες
είχε προσκληθεί,
ήταν προσκαλεσμένος, -η, -ο
είχαν προσκληθεί,
ήταν προσκαλεσμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα προσκαλούμαι θα προσκαλούμαστε
θα προσκαλείσαι θα προσκαλείστε
θα προσκαλείται θα προσκαλούνται
Toekomende tijd (2) θα προσκληθώ θα προσκληθούμε
θα προσκληθείς θα προσκληθείτε
θα προσκληθεί θα προσκληθούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω προσκληθεί,
θα είμαι προσκαλεσμένος, -η
θα έχουμε προσκληθεί,
θα είμαστε προσκαλεσμένοι, -ες
θα έχεις προσκληθεί,
θα είσαι προσκαλεσμένος, -η
θα έχετε προσκληθεί,
θα είστε προσκαλεσμένοι, -ες
θα έχει προσκληθεί,
θα είναι προσκαλεσμένος, -η, -ο
θα έχουν τελεπροσκληθείστεί,
θα είναι προσκαλεσμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να προσκαλούμαι να προσκαλούμαστε
να προσκαλείσαι να προσκαλείστε
να προσκαλείται να προσκαλούνται
Aoristus να προσκληθώ να προσκληθούμε
να προσκληθείς να προσκληθείτε
να προσκληθεί να προσκληθούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω προσκληθεί,
να είμαι προσκαλεσμένος, -η
να έχουμε προσκληθεί,
να είμαστε προσκαλεσμένοι, -ες
να έχεις προσκληθεί,
να είσαι προσκαλεσμένος, -η
να έχετε προσκληθεί,
να είστε προσκαλεσμένοι, -ες
να έχει προσκληθεί,
να είναι προσκαλεσμένος, -η, -ο
να έχουν προσκληθεί,
να είναι προσκαλεσμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- προσκαλείστε
Aoristus -- προσκληθείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd προσκαλούμενος
Voltooid tegenwoordige tijd προσκαλεσμένος, -η, -ο προσκαλεσμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus προσκληθεί
Voorbeelden met «προσκαλούμαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Δεν παρευρέθηκαν στην εκδήλωση, αν και προσκλήθηκαν επισήμως. Ze waren niet bij de demonstratie aanwezig, hoewel ze formeel waren uitgenodigd.
Οι προσκαλεσμένοι το περιμένουν. De genodigden verwachten het.
Ο πρόεδρος δεν είχε προσκληθεί στην πιο πρόσφατη διάσκεψη κορυφής στην Ουάσιγκτον. De voorzitter was niet uitgenodigd voor de meest recente top in Washington.
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «προσκαλούμαι»:
- ανακαλούμαι tot de orde roepen
- καλούμε * uitnodigen, dagvaarden
- προκαλούμαι uitdagen, veroorzaken

Bovenstaan drie passieve werkwoorden hebben actieve vormen.

De vervoeging van het met * aangegeven passieve werkwoord «καλούμαι» is een combinatie van het bovenstaande passieve werkwoord «προσκαλούμαι» en van «τελούμαι», de passieve vorm van «τελώ»