Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd σιχαίνομαι σιχαινόμαστε
σιχαίνεσαι σιχαίνεστε, σιχαινόσαστε
σιχαίνεται σιχαίνονται
Onvoltooid verleden tijd σιχαινόμουν(α) σιχαινόμαστε, σιχαινόμασταν
σιχαινόσουν(α) σιχαινόσαστε, σιχαινόσασταν
σιχαινόταν(ε σιχαινονταν, σιχαιννόντανε, σιχαινόντουσαν
Aoristus σιχάθηκα σιχαθήκαμε
σιχάθηκες σιχαθήκατε
σιχάθηκε σιχάθηκαν, σιχαθήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω σιχαθεί,
είμαι σιχαμένος, -η
έχουμε σιχαθεί,
είμαστε σιχαμένοι, -ες
έχεις σιχαθεί,
είσαι σιχαμένος, -η
έχετε σιχαθεί,
είστε σιχαμένοι, -ες
έχει σιχαθεί,
είναι σιχαμένος, -η, -ο
έχουν σιχαθεί,
είναι σιχαμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα σιχαθεί,
ήμουν σιχαμένος, -η
είχαμε σιχαθεί,
ήμαστε σιχαμένοι, -ες
είχες σιχαθεί,
ήσουν σιχαμένος, -η
είχατε σιχαθεί,
ήσαστε σιχαμένοι, -ες
είχε σιχαθεί,
ήταν σιχαμένος, -η, -ο
είχαν σιχαθεί,
ήταν σιχαμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα σιχαίνομαι θα σιχαινόμαστε
θα σιχαίνεσαι θα σιχαίνεστε, θα ζεσταινόσαστε
θα σιχαίνεται θα σιχαίνονται
Toekomende tijd (2) θα σιχαθώ θα σιχαθούμε
θα σιχαθείς θα σιχαθείτε
θα σιχαθεί θα σιχαθούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω σιχαθεί,
θα είμαι σιχαμένος, -η
θα έχουμε σιχαθεί,
θα είμαστε σιχαμένοι,-ες
θα έχεις σιχαθεί,
θα είσαι σιχαμένος, -η
θα έχετε σιχαθεί,
θα είστε σιχαμένοι, -ες
θα έχει σιχαθεί,
θα είναι σιχαμένος, -η, -ο
θα έχουν σιχαθεί,
θα είναι σιχαμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να σιχαίνομαι να σιχαινόμαστε
να σιχαίνεσαι να σιχαίνεστε, να σιχαινόσαστε
να σιχαίνεται να σιχαίνονται
Aoristus να σιχαθώ να σιχαθούμε
να σιχαθείς να σιχαθείτε
να σιχαθεί να σιχαθούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω σιχαθεί,
να είμαι σιχαμένος, -η
να έχουμε σιχαθεί,
να είμαστε σιχαμένοι,-ες
να έχεις σιχαθεί,
να είσαι σιχαμένος, -η
να έχετε σιχαθεί,
να είστε σιχαμένοι, -η
να έχει σιχαθεί,
να είναι σιχαμένος, -η, -ο
να έχουν σιχαθεί,
να είναι σιχαμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- σιχαίνεστε
Aoristus -- σιχαθείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd -
Voltooid tegenwoordige tijd σιχαμένος, -η, -ο σιχαμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus σιχαθεί
Enkele voorbeelden met «σιχαίνομαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Σιχαίνομαι να καθαρίσω ολόκληρο το σπίτι. Ik haat het om het hele huis schoon te maken.
Την σιχαίνομαι! Ik kan haar niet uitstaan!
Νόμιζα πως τους σιχάθηκες; Ik dacht dat je hen verafschuwde?
Όταν μαθαίνει ποιος είσαι στ'αλήθεια θα σε σιχαθεί. Als ze weet wie je werkelijk bent, zal ze je haten.

«σιχαίνομαι» betekent ook iemand niet uit kunnen staan

Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «σιχαίνομαι»

- βασκαίνομαι behekst zijn
- βουβαίνομαι zwijgen, stil worden
- ζεσταίνομαι verwarmd worden
- ζουρλαίνομαι gek maken, in waanzin zijn
- μωραίνομαι afstompen
- τρελαίνομαι gek worden
- ψυχραίνομαι * afkoelen
-

Bovenstaande passieve werkwoorden hebben allen actieve vormen.

«ψυχραίνομαι» heeft twee aoristus vormen «ψυχράθηκα» en «ψυχράνθηκα» en het voltooid deelwoord is ««ψυχραμένος». Deze vervoeging is derhalve een combinatie van de passieve werkwoorden van «ζεσταίνω» and «θερμαίνω», t.w. «ζεσταίνομαι» en «θερμαίνομαι».