Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd θερμαίνω θερμαίνουμε, θερμαίνομε
θερμαίνεις θερμαίνετε
θερμαίνει θερμαίνουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd θέρμαινα θερμαίναμε
θέρμαινες θερμαίνατε
θέρμαινε θέρμαιναν, θερμαίναν(ε)
Aoristus θέρμανα θερμάναμε
θέρμανες θερμάνατε
θέρμανε θέρμαναν, θερμάναν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω θερμάνει, έχω θερμασμένο έχουμε θερμάνει, έχουμε θερμασμένο
έχεις θερμάνει, έχεις θερμασμένο έχετε θερμάνει, έχετε θερμασμένο
έχει θερμάνει, έχει θερμασμένο έχουν θερμάνει, έχουν θερμασμένο
Voltooid verleden tijd είχα θερμάνει, είχα θερμασμένο είχαμε θερμάνει, είχαμε θερμασμένο
είχες θερμάνει, είχες θερμασμένο είχατε θερμάνει, είχατε θερμασμένο
είχε θερμάνει, είχε θερμασμένο είχαν θερμάνει, είχαν θερμασμένο
Toekomende tijd (1) θα θερμαίνω θα θερμαίνουμε, θα θερμαίνομε
θα θερμαίνεις θα θερμαίνετε
θα θερμαίνει θα θερμαίνουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα θερμάνω θα θερμάνουμε, θα θερμάνομε
θα θερμάνεις θα θερμάνετε
θα θερμάνει θα θερμάνουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω θερμάνει,
θα έχω θερμασμένο
θα έχουμε θερμάνει,
θα έχουμε θερμασμένο
θα έχεις θερμάνει,
θα έχεις θερμασμένο
θα έχετε θερμάνει,
θα έχετε θερμασμένο
θα έχει θερμάνει,
θα έχει θερμασμένο
θα έχουν θερμάνει,
θα έχουν θερμασμένο
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να θερμαίνω να θερμαίνουμε, να θερμαίνομε
να θερμαίνεις να θερμαίνετε
να θερμαίνει να θερμαίνουν(ε)
Aoristus να θερμάνω να θερμάνουμε, να θερμάνομε
να θερμάνεις να θερμάνετε
να θερμάνει να θερμάνουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω θερμάνει,
να έχω θερμασμένο
να έχουμε θερμάνει,
να έχουμε θερμασμένο
να έχεις θερμάνει,
να έχεις θερμασμένο
να έχετε θερμάνει,
να έχετε θερμασμένο
να έχει θερμάνει,
να έχει θερμασμένο
να έχουν θερμάνει,
να έχουν θερμασμένο
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd θέρμαινε θερμαίνετε
Aoristus θέρμανε θερμάνετε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd θερμαίνοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας θερμάνει, έχοντας θερμασμένο
Onbepaalde wijs
Aoristus θερμάνει
Enkele voorbeelden met «θερμαίνω»:
ελληνικά ολλανδικά
Οι οδηγίες λενε, να θερμάνουμε το νερό σε θερμοκρασία δωματίου. De instructies geven aan, het water te verwarmen tot kamer temperatuur.
Ο ήλιος θερμαίνει τη γη. De zon warmt de aarde op.
H ελπίδα της λευτεριάς θέρμαινε τις καρδιές των σκλάβων. De hoop van de vrijheid verwarmde de harten van de slaven.
Tο κάρβουνο θερμαίνει καλύτερα από το ξύλο. Houtskool verwarmt beter dan hout.

Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «θερμαίνω»

- απολυμαίνω desinfecteren
- ασθμαίνω * snakken, buiten adem zijn
- βασκαίνω betoveren, beheksen
- βουβαίνω verstommen, tot zwijgen brengen
- δυσχεραίνω bemoeilijken
- ευφραίνω verblijden, verheugen
- ζεσταίνω verwarmen, opwarmen
- ζουρλαίνω samenpersen, wringen
- μιαίνω bezoedelen, besmetten
- μωραίνω dom maken, kinds worden
- ξαίνω ** (wol)kammen, kaarden
- πεθαίνω * doodslaan, sterven
- ραίνω * besproeien, bestrooien
- ρυπαίνω bevuilen
- σημαίνω * betekenen, luiden
- συπμεραίνω * besluiten, concluderen
- τρελαίνω gek maken
- υγιαίνω * gezond zijn
- υγραίνω bevochtigen
- υφαίνω weven, spinnen
- φυραίνω * krimpen, slinken
- χαίνω * gapen, open staan
- χαρτοσημαίνω zegelen
- χωλαίνω * hinken, haperen
- ψυχραίνω bekoelen, verkoelen
- .

De met * aangemerkte werkwoorden hebben geen passieve vormen.

** Dit werkwoord heeft een onregelmatige passieve vorm «ξαίνω»

Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd θερμαίνομαι θερμαινόμαστε
θερμαίνεσαι θερμαίνεστε, θερμαινόσαστε
θερμαίνεται θερμαίνονται
Onvoltooid verleden tijd θερμαινόμουν(α) θερμαινόμαστε, θερμαινόμασταν
θερμαινόσουν(α) θερμαινόσαστε, θερμαινόσαστανν
θερμαινόταν(ε θερμαίνονταν, θερμαινόντανε, θερμαινόντουσαν
Aoristus θερμάνθηκα θερμανθήκαμε
θερμάνθηκες θερμανθήκατε
θερμάνθηκε θερμάνθηκαν, θερμανθήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω θερμανθεί,
είμαι θερμασμένος, -η
έχουμε θερμανθεί,
είμαστε θερμασμένοι, -ες
έχεις θερμανθεί,
είσαι θερμασμένος, -η
έχετε θερμανθεί,
είστε θερμασμένοι, -ες
έχει θερμανθεί,
είναι θερμασμένος, -η, -ο
έχουν θερμανθεί,
είναι θερμασμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα θερμανθεί,
ήμουν θερμασμένος, -η
είχαμε θερμανθεί,
ήμαστε θερμασμένοι, -ες
είχες θερμανθεί,
ήσουν θερμασμένος, -η
είχατε θερμανθεί,
ήσαστε θερμασμένοι, -ες
είχε θερμανθεί,
ήταν θερμασμένος, -η, -ο
είχαν θερμανθεί,
ήταν θερμασμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα θερμαίνομαι θα θερμαινόμαστε
θα θερμαίνεσαι θα θερμαίνεστε, θα θερμαινόσαστε
θα θερμαίνεται θα θερμαίνονται
Toekomende tijd (2) θα θερμανθώ θα θερμανθούμε
θα θερμανθείς θα θερμανθείτε
θα θερμανθεί θα θερμανθούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω θερμανθεί,
θα είμαι θερμασμένος, -η
θα έχουμε θερμανθεί,
θα είμαστε θερμασμένοι,-ες
θα έχεις θερμανθεί,
θα είσαι θερμασμένος, -η
θα έχετε θερμανθεί,
θα είστε θερμασμένοι, -ες
θα έχει θερμανθεί,
θα είναι θερμασμένος, -η, -ο
θα έχουν θερμανθεί,
θα είναι θερμασμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να θερμαίνομαι να θερμαινόμαστε
να θερμαίνεσαι να θερμαίνεστε, να θερμαινόσαστε
να θερμαίνεται να θερμαίνονται
Aoristus να θερμανθώ να θερμανθούμε
να θερμανθείς να θερμανθείτε
να θερμανθεί να θερμανθούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω θερμανθεί,
να είμαι θερμασμένος, -η
να έχουμε θερμανθεί,
να είμαστε θερμασμένοι,-ες
να έχεις θερμανθεί,
να είσαι θερμασμένος, -η
να έχετε θερμανθεί,
να είστε θερμασμένοι, -η
να έχει θερμανθεί,
να είναι θερμασμένος, -η, -ο
να έχουν θερμανθεί,
να είναι θερμασμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- θερμαίνεστε
Aoristus -- θερμανθείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd θερμαινόμενος
Voltooid tegenwoordige tijd θερμασμένος, -η, -ο θερμασμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus θερμανθεί
Voorbeelden met «θερμαίνομαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Tο διαμέρισμα θερμαίνεται με καλοριφέρ. Het appartement wordt verwarmd met een radiator.
Πλησιάζουν οι εκλογές και η πολιτική ατμόσφαιρα αρχίζει να θερμαίνεται. Naderende verkiezingen en de politieke atmosfeer beginnen zich op te warmen.
Προτιμούμε να κολυμπήσουμε σε μια θερμαινόμενη πισίνα. We geven de voorkeur te zwemmen in een verwarmd zwembad.

Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «θερμαίνομαι»

- απολυμαίνομαι ontsmet worden
- δυσχεραίνομαι bemoeilijkt worden
- ευφεραίνομαι zich verheugen
- κυμαίνομαι * golven, op en neer gaan
- μαίνομαι * tieren, razen
- μιαίνομαι besmet worden
- ρυπαίνομαι bevuild worden
- υγραίνομαι nat maken
- υφαίνομαι op touw zetten, beramen
- χαρτοσημαίνομαι een zegel plakken
- ψυχραίνομαι ** afkoelen, bekoelen
- .

De met * aangemerkte werkwoorden hebben geen actieve vormen.

** «ψυχραίνομαι» heeft twee aoristus vormen «ψυχράθηκα» en «ψυχράνθηκα» en het voltooid deelwoord is «ψυχραμένος». Deze vervoeging is derhalve een combinatie van de passieve werkwoorden «ζεσταίνομαι» en «θερμαίνομαι».