Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd ανοίγω ανοίγουμε, ανοίγομε
ανοίγεις ανοίγετε
ανοίγει ανοίγουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd άνοιγα ανοίγαμε
άνοιγες ανοίγατε
άνοιγε άνοιγαν, ανοίγαν(ε)
Aoristus ανοίξα ανοίξαμε
άνοιξες ανοίξατε
άνοιξε άνοιξαν, ανοίξαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω ανοίξει, έχω ανοιγμένο έχουμε ανοίξει, έχουμε ανοιγμένο
έχεις ανοίξει, έχεις ανοιγμένο έχετε ανοίξει, έχετε ανοιγμένο
έχει ανοίξει, έχει ανοιγμένο έχουν ανοίξει, έχουν ανοιγμένο
Voltooid verleden tijd είχα ανοίξει, είχα ανοιγμένο είχαμε ανοίξει, είχαμε ανοιγμένο
είχες ανοίξει, είχες ανοιγμένο είχατε ανοίξει, είχατε ανοιγμένο
είχε ανοίξει, είχε ανοιγμένο είχαν ανοίξει, είχαν ανοιγμένο
Toekomende tijd (1) θα ανοίγω θα ανοίγουμε, θα ανοίγομε
θα ανοίγεις θα ανοίγετε
θα ανοίγετε θα ανοίγουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα ανοίξω θα ανοίξουμε, θα ανοίξομε
θα ανοίξεις θα ανοίξετε
θα ανοίξει θα ανοίξουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω ανοίξει, θα έχω ανοιγμένο θα έχουμε ανοίξει, θα έχουμε ανοιγμένο
θα έχεις ανοίξει, θα έχεις ανοιγμένο θα έχετε ανοίξει, θα έχετε ανοιγμένο
θα έχει ανοίξει, θα έχει ανοιγμένο θα έχουν ανοίξει, θα έχουν ανοιγμένο
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να ανοίγω να ανοίγουμε, να ανοίγομε
να ανοίγεις να ανοίγετε
να ανοίγει να ανοίγουν(ε)
Aoristus να ανοίξω να ανοίξουμε, να ανοίξομε
να ανοίξεις να ανοίξετε
να ανοίξει να ανοίξουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω ανοίξει, να έχω ανοιγμένο να έχουμε ανοίξει, να έχουμε ανοιγμένο
να έχεις ανοίξει, να έχεις ανοιγμένο να έχετε ανοίξει, να έχετε ανοιγμένο
να έχει ανοίξει, να έχει ανοιγμένο να έχουν ανοίξει, να έχουν ανοιγμένο
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd άνοιγε ανοίγετε
Aoristus άνοιξε ανοίξτε, ανοίχτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd ανοίγοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας ανοίξει, έχοντας ανοιγμένο
Onbepaalde wijs
Aoristus ανοίξει

Enkele voorbeelden met «ανοίγω»:

ελληνικά ολλανδικά
Άνοιξε την πόρτα και βγήκε από το σπίτι. Ze opende de deur en kwam uit het huis.
Aφήνουμε το φαγητό να σιγοβράσει, χωρίς ν΄ανοίξουμε την κατσαρόλα. We laten het eten sudderen zonder de pan te openen.
Η αλλαγή αυτή άνοιξε καινούργιους κόσμους στη γνώση του ανθρώπου. Deze ommekeer heeft nieuwe werelden geopend voor het bewustzijn van de mens.
Η ιστορία άνοιγε η καρδιά μου. Het verhaal deed me plezier.
Οι στρατιώτες άνοιξαν πυρ κατά του εχθρού. De soldaten openden het vuur tegen de vijand.
Aνοίξτε, γιατί αλλιώς θα σπάσω την πόρτα. Doe open, anders zal ik de deur open te breken..
Άνοιξε την ντουλάπα και κρέμασε το παλτό της. Ze opende de kast en hing haar jas op.
Tου΄δωσε μια γροθιά και του άνοιξε τη μύτη. Hij kreeg een vuistslag, die een bloedneus veroorzaakte.
Ο καρπός, όταν ωριμάσει, ανοίγει και οι σπόροι σκορπίζονται. Het fruit opent (zich) als het rijp is en de zaden verspreiden zich.
Είναι η μόνη εφημερίδα που ανοίγει ανάποδα, από τα αριστερά προς τα δεξιά Het is de enige krant die omgekeerd opent, van links naar rechts.
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden:
- απολήγω ** voltooien, beëindigen
- αχνοφέγγω *** glinsteren, glimmen, glanzen
- διαλέγω kiezen, selecteren
- θίγω aanraken, benaderen
- καταλήγω * tot een besluit komen
- καταπνίγω verstikken, onderdrukken
- λήγω * aflopen, beëindigen
- ξανοίγω open zetten, opklaren
- ξετυλίγω los winden, ontvouwen
- περιτυλίγω wikkelen
- πνίγω verdrinken, stikken, wurgen
- σφίγγω omarmen, knellen
- τυλίγω inwikkelen, inpakken
- ψέγω * laken, verwijten, akkeuren

* Deze actieve werkwoorden hebben geen passieve vormen.

** Dit werkwoord heeft geen passieve vorm en van de actieve vorm wordt alleen de onvoltooid tegenwoordige tijd en de onvoltooid verleden tijd gebruikt.

*** Hetzelfde geldt voor «αχνοφέγγω», incl. de onpersoonlijke vorm «αχνοφέγγει»

Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd ανοίγομαι ανοιγόμαστε
ανοίγεσαι νοίγεστε, ανοιγόσαστε
ανοίγεται ανοίγονται
Onvoltooid verleden tijd ανοιγόμουν(α) ανοιγόμαστε, ανοιγόμασταν
ανοιγόσουν(α) ανοιγόσαστε, ανοιγόσασταν
ανοιγόταν ανοίγονταν, ανοιγόντανε, ανοιγόντουσαν
Aoristus ανοίχτηκα ανοιχτήκαμε
ανοίχτηκες ανοιχτήκατε
ανοίχτηκε ανοίχτηκαν, ανοιχτήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω ανοιχτεί,
είμαι ανοιγμένος, -η
έχουμε ανοιχτεί,
είμαστε ανοιγμένοι, -ες
έχεις ανοιχτεί,
είσαι ανοιγμένος, -η
έχετε ανοιχτεί,
είστε ανοιγμένοι, -ες
έχει ανοιχτεί,
είναι ανοιγμένος, -η, -ο
έχουν ανοιχτεί,
είναι ανοιγμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα ανοιχτεί,
ήμουν ανοιγμένος, -η
είχαμε ανοιχτεί,
ήμαστε ανοιγμένοι, -ες
είχες ανοιχτεί,
ήσουν ανοιγμένος, -η
είχατε ανοιχτεί,
ήσαστε ανοιγμένοι, -ες
είχε ανοιχτεί,
ήταν ανοιγμένος, -η, -ο
είχαν ανοιχτεί,
ήταν ανοιγμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα ανοίγομαι θα ανοιγόμαστε
θα ανοίγεσαι θα ανοίγεστε, θα ανοιγόσαστε
θα ανοίγεται θα ανοίγονται
Toekomende tijd (2) θα ανοιχτώ θα ανοιχτούμε
θα ανοιχτείς θα ανοιχτείτε
θα ανοιχτεί θα ανοιχτούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω ανοιχτεί,
θα είμαι ανοιγμένος, -η
θα έχουμε ανοιχτεί,
θα είμαστε ανοιγμένοι, -ες
θα έχεις ανοιχτεί,
θα είσαι ανοιγμένος, -η
θα έχετε ανοιχτεί,
θα είστε ανοιγμένοι, -ες
θα έχει ανοιχτεί,
θα είναι ανοιγμένος, -η, -ο
θα έχουν ανοιχτεί,
θα είναι ανοιγμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να ανοίγομαι να ανοιγόμαστε
να ανοίγεσαι να ανοίγεστε, να ανοιγόσαστε
να ανοίγεται να ανοίγονται
Aoristus να ανοιχτώ να ανοιχτούμε
να ανοιχτείς να ανοιχτείτε
να ανοιχτεί να ανοιχτούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω ανοιχτεί,
να είμαι ανοιγμένος, -η
να έχουμε ανοιχτεί,
να είμαστε ανοιγμένοι, -ες
να έχεις ανοιχτεί,
να είσαι ανοιγμένος, -η
να έχετε ανοιχτεί,
να είστε ανοιγμένοι, -ες
να έχει ανοιχτεί,
να είναι ανοιγμένος, -η, -ο
να έχουν ανοιχτεί,
να είναι ανοιγμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- ανοίγεστε
Aoristus ανοίξου ανοιχτείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd --
Voltooid tegenwoordige tijd ανοιγμένος, -η, -ο ανοιγμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus ανοιχτεί

Enkele voorbeelden met «ανοίγομαι»:

ελληνικά ολλανδικά
Μην ανοίγεσαι πολύ. Geef niet tε veel uit.
Είχε ανοιχτεί μια πίστωση στο τράπεζα. Hij had een krediet bij de bank geopend.
Aνοίχτηκε πολύ και τώρα δυσκολεύεται να εξοφλήσει τα χρέη. Hij gaf veel uit en nu heeft hij moeite de schulden af te betalen.
Mην ανοίγεσαι τόσο πολύ, γιατί δεν ξέρεις με τι άνθρωπο έχεις να κάνεις. Stel je niet zo open op, want je weet niet met wie je te maken hebt.
Δεν ανοίγεται εύκολα σε πρόσωπα που δεν ξέρει. Hij/zij is niet zo open naar mensen die hij/zij niet kent.
Ανοίχτηκαμε από το νησάκι. We voeren (uit) naar een eilandje.
Όσπου είχαν ανοιχτεί για τα καλά, έριξαν τα δίχτυα Toen ze de juiste plek bereikt hadden, gooiden ze de netten uit.
Mην ανοιχτείτε τώρα, γιατί η βάρκα είναι μικρή και ο καιρός επικίνδυνος. Vaar nu niet uit, want de boot is klein en het weer gevaarlijk.
Το παιδί κολυμπώντας ανοίχτηκε πολύ, κουράστηκε και πνίγηκε. Het kind zwom te ver (in zee), werd moe en verdronk.
Ήμουν πολύ πετυχημένη, και τώρα θέλω να ανοιχτώ κι άλλο Ik was zeer succesvol en nu wil ik het terrein van mijn activiteiten nog wat uitbreiden.
. .
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «ανοίγομαι»:
- διαλέγομαι converseren, communiceren
- θίγομαι kwalijk nemen, aanstoot nemen
- ξανοίγομαι hart uitstorten, zich blootgeven
- ξετυλίγομαι afrollen, ontrafelen
- περιτυλίγομαι inpakken
- πετάγομαι * opspringen, weggegooid worden
- προφυλάγομαι ** zich behoeden, zich beschermen
- σφίγγομαι onder druk staan, gevoelens onderdrukken
- τυλίγομαι ingepakt worden
- φυλάγομαι ** waakzaam zijn
- .

Alle bovengenoemde passieve werkwoorden hebben ook actieve vormen, die allemaal vervoegd worden als «πετάγομαι»

* Van «πετάγομαι» bestaat nog een tweede passieve vorm nl. «πετιέμαι».

** Deze regelmatige passieve vormen horen bij de onregelmatige werkwoorden «φυλάω (φυλάγω)» - bewaken en «προφυλάω (προφυλάyω)» - zichzelf beschermen