Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd πετάω, πετώ πετάμε, πετούμε
πετάς πετάτε
πετάει, πετά πετάν(ε), πετούν(ε)
Onvoltooid verleden tijd πετούσα, πέταγα πετούσαμε, πετάγαμε
πετούσες, πέταγες πετούσατε, κοιτάγατε
πετούσε, πέταγε πετούσαν(ε), πέταγαν, πετάγανε
Aoristus πέταξα πετάξαμε
πέταξες πετάξατε
πέταξε πέταξαν, πετάξαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω πετάξει, έχω πεταγμένο έχουμε πετάξει, έχουμε πεταγμένο
έχεις πετάξει, έχεις πεταγμένο έχετε πετάξει, έχετε πεταγμένο
έχει πετάξει, έχει πεταγμένο έχουν πετάξει, έχουν πεταγμένο
Voltooid verleden tijd είχα πετάξει, είχα πεταγμένο είχαμε πετάξει, είχαμε πεταγμένο
είχες πετάξει, είχες πεταγμένο είχατε πετάξει, είχατε πεταγμένο
είχε πετάξει, είχε πεταγμένο είχαν πετάξει, είχαν πεταγμένο
Toekomende tijd (1) θα πετάω, θα πετώ θα πετάμε, θα πετούμε
θα πετάς θα πετάτε
θα πετάει, θα πετά θα πετάν(ε), θα πετούν(ε)
Toekomende tijd (2) θα πετάξω θα πετάξουμε, θα πετάξομε
θα πετάξεις θα πετάξετε
θα πετάξει θα πετάξουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω πετάξει,
θα έχω πεταγμένο
θα έχουμε πετάξει,
θα έχουμε πεταγμένο
θα έχεις πετάξει,
θα έχεις πεταγμένο
θα έχετε πετάξει,
θα έχετε πεταγμένο
θα έχει πετάξει,
θα έχει πεταγμένο
θα έχουν πετάξει,
θα έχουν πεταγμένο
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να πετάω, να πετώ να πετάμε, να πετούμε
να πετάς να πετάτε
να πετάει, να πετά να πετάνε, να πετούνε
Aoristus να πετάξω να πετάξουμε, να πετάξομε
να πετάξεις να πετάξετε
να πετάξει να πετάξουν(ε)
Voltooid tenwoordige tijd να έχω πετάξει,
να έχω πεταγμένο
να έχουμε πετάξει,
να έχουμε πεταγμένο
να έχεις πετάξει,
να έχεις πεταγμένο
να έχετε πετάξει,
να έχετε πεταγμένο
να έχει πετάξει,
να έχει πεταγμένο
να έχουν πετάξει,
να έχουν πεταγμένο
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd πέτα, πέταγε πετάτε
Aoristus πέταξε, πέτα πετάξτε, πετάχτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd πετώντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας πετάξει, έχοντας πεταγμένο
Onbepaalde wijs
Aoristus πετάξει
Voorbeelden met «πετάω, πετώ»:
ελληνικά ολλανδικά
Πέταξαν με ελικόπτερο στην περιοχή του ναυαγίου. Ze vlogen met de helicopter in de buurt van de schipbreuk.
Πετούσαμε πάνω από τη θάλασσα. We vlogen boven de zee.
Tου πέταξε μια πέτρα και τον χτύπησε. Er werd een steen naar hem gegooid, die hem raakte.
Mην πετάς έτσι τα λεφτά σου. Gooi je geld niet zo over de balk.
Kοίτα μην πετάξεις καμιά ανοησία Let op dat je geen nonsens rondstrooit.
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «πετάω, πετώ»:
- βαστάω, βαστώ dragen, vasthouden, behouden
- κοιτάω, κοιτώ kijken naar
Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd πετιέμαι πετιόμαστε
πετιέσαι πετιέστε, πετιόσαστε
πετιέται πετιούνται, πετιόνται
Onvoltooid verleden tijd πετιόμουν(α) πετιόμαστε, πετιόμασταν
πετιόσουν(α) πετιόσαστε, πετιόσασταν
πετιόταν(ε) πετιόνταν(ε), πετιούνταν, πετιόντουσαν
Aoristus πετάχτηκα πεταχτήκαμε
πετάχτηκες πεταχτήκατε
πετάχτηκε πετάχτηκαν, πεταχτήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω πεταχτεί,
είμαι πεταγμένος, -η
έχουμε πεταχτεί,
είμαστε πεταγμένοι, -ες
έχεις πεταχτεί,
είσαι πεταγμένος, -η
έχετε πεταχτεί,
είστε πεταγμένοι, -ες
έχει πεταχτεί,
είναι πεταγμένος, -η, -ο
έχουν πεταχτεί,
είναι πεταγμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα πεταχτεί,
ήμουν πεταγμένος, -η
είχαμε πεταχτεί,
ήμαστε πεταγμένοι, -ες
είχες πεταχτεί,
ήσουν πεταγμένος, -η
είχατε πεταχτεί,
ήσαστε πεταγμένοι, -ες
είχε πεταχτεί,
ήταν πεταγμένος, -η, -ο
είχαν πεταχτεί,
ήταν πεταγμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα πετιέμαι θα πετιόμαστε
θα πετιέσαι θα πετιέστε, θα πετιόσαστε
θα πετιέται θα πετιούνται, θα πετιόνται
Toekomende tijd (2) θα πεταχτώ θα πεταχτώ
θα πεταχτείς θα πεταχτείτε
θα πεταχτεί θα πεταχτεί(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω πεταχτεί,
θα είμαι πεταγμένος, -η
θα έχουμε πεταχτεί,
θα είμαστε πεταγμένοι, -ες
θα έχεις πεταχτεί,
θα είσαι πεταγμένος, -η
θα έχετε πεταχτεί,
θα είστε πεταγμένοι, -ες
θα έχει πεταχτεί,
θα είναι πεταγμένος, -η, -ο
θα έχουν πεταχτεί,
θα είναι πεταγμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να πετιέμαι να πετιόμαστε
να πετιέσαι να πετιέστε
να πετιέται να πετιούνται, να πετιόνται
Aoristus να πεταχτώ να πεταχτούμε
να πεταχτείς να πεταχτείτε
να πεταχτεί να πεταχτούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω πεταχτεί,
να είμαι πεταγμένος, -η
να έχουμε πεταχτεί,
να είμαστε πεταγμένοι, -ες
να έχεις πεταχτεί,
να είσαι πεταγμένος, -η
να έχετε πεταχτεί,
να είστε πεταγμένοι, -ες
να έχει πεταχτεί,
να είναι πεταγμένος, -η, -ο
να έχουν πεταχτεί,
να είναι πεταγμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- πετιέστε
Aoristus πετάξου πεταχτείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd --
Voltooid tegenwoordige tijd πεταγμένος, -η, -ο πεταγμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus πεταχτεί

«πετιέμαι» heeft nog een lijdende vorm «πετάγομαι»

Voorbeelden met «πετιέμαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Πετάξου ως το περίπτερο να πάρεις τσιγάρα. Snel (vlieg) naar de kiosk om sigaretten te halen.
Ένας πεζός πετάχτηκε στη μέση του δρόμου. Een voetganger werd midden op straat geworpen.
Πετάχτηκαν έξω καλώντας σε βοήθεια. Hij was roepend om hulp naar buiten gevlogen.
Το προϊόν θα πρέπει να πετιέται μετά από δυο ώρες να είναι σε θερμοκρασία δωματίου. Het product moet weggegooid worden na twee uur op kamertemperatuur te zijn geweest.
Το ότι οι Ελληνες θα πεταχτούν να ζουν σε μιζέρια το αισθανόμαστε όλοι. Het feit dat de Grieken teruggeworpen zullen zijn om te leven in ellende voelen we allemaal.
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «πετιέμαι»:
- βαστιέμαι zich beheersen
- κοιτιέμαι naar elkaar kijken, bekijken