Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd σκάβω σκάβουμε, σκάβομε
σκάβεις σκάβετε
σκάβει σκάβουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd έσκαβα σκάβαμε
έσκαβες σκάβατε
έσκαβε έσκαβαν, σκάβαν(ε)
Aoristus έσκαψα σκάψαμε
έσκαψες έσκαψες
έσκαψε έσκαψαν, σκάψαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω σκάψει,
έχω σκαμμένο
έχουμε σκάψει,
έχουμε σκαμμένο
έχεις σκάψει,
έχεις σκαμμένο
έχετε σκάψει,
έχετε σκαμμένο
έχει σκάψει,
έχει σκαμμένο
έχουν σκάψει,
έχουν σκαμμένο
Voltooid verleden tijd είχα σκάψει,
είχα σκαμμένο
είχαμε σκάψει,
είχαμε σκαμμένο
είχες σκάψει,
είχες σκαμμένο
είχατε σκάψει,
είχατε σκαμμένο
είχε σκάψει,
είχε σκαμμένο
είχαν σκάψει,
είχαν σκαμμένο
Toekomende tijd (1) θα σκάβω θα σκάβουμε, θα σκάβομε
θα σκάβεις θα σκάβετε
θα σκάβει θα σκάβουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα σκάψω θα σκάψουμε, θα σκάψομε
θα σκάψεις θα σκάψετε
θα σκάψει θα σκάψουν
Voltooid toekomende tijd θα έχω σκάψει,
θα έχω σκαμμένο
θα έχουμε σκάψει,
θα έχουμε σκαμμένο
θα έχεις ψήσει,
θα έχεις σκαμμένο
θα έχετε σκάψει,
θα έχετε σκαμμένο
θα έχει σκάψει,
θα έχει σκαμμένο
θα έχουν σκάψει,
θα έχουν σκαμμένο
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να σκάβω να σκάβουμε, να σκάβομε
να σκάβεις να σκάβετε
να σκάβει να σκάβουν(ε)
Aoristos να σκάψω να σκάψουμε, να σκάψομε
να σκάψεις να σκάψετε
να σκάψει να σκάψουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω σκάψει,
να έχω σκαμμένο
να έχουμε σκάψει,
να έχουμε σκαμμένο
να έχεις σκάψει,
να έχεις σκαμμένο
να έχετε σκάψει, να έχετε σκαμμένο
να έχει σκάψει,
να έχει σκαμμένο
να έχουν σκάψει,
να έχουν σκαμμένο
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd σκάβε σκάβετε
Aoristos σκάψε σκάψτε, σκάφτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd σκάβοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας σκάψει, έχοντας σκαμμένο
Onbepaalde wijs
Aoristos σκάψει
Voorbeelden met «σκάβω»:
ελληνικά ολλανδικά
Έσκαψα ένα βαθύ λάκκο στον κήπο. Ik groef een diepe kuil in de tuin.
Σκάβεις το λάκκο σου. Je graaft je eigen graf.
Είμαστε εδώ και σκάβουμε, αλλά δεν βρήκαμε κάτι. We zijn hier aan het graven, maar vinden niets.
Η αλεπού σκάβει τη φωλιά της. De wolf graaft zijn nest.
Πρέπει να σκάψεις πιο βαθιά για να βρεις νερό. Je moet dieper graven om water te vinden.
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden:
- αλείβω wrijven, smeren, bedekken
- ανάβω aansteken, ontbranden
- ανταμείβω belonen, compenseren
- θάβω begraven
- κλέβω º stelen
- κόβω ºº snijden
- κρύβω verbergen
- ράβω naaien, binden
- ρέβω * rotten, smelten
- σκύβω * bukken, vooroverbuigen
- στρίβω draaien, omdraaien
- στύβω persen, afvoeren, afpersen
- συνθλίβω ººº vernietigen, likwideren
- συντρίβω ººº verpletteren, vermorzelen
- τρίβω schrobben schuren, raspen
- χάβω * slikken, inslikken
- ψιλοκόβω *  fijnhakken, dobbelst. snijden
- .
 

De met * aangemerkte werkwoorden hebben geen passieve vormen.

º Het werkwoord «κλέβω» had nog een tweede actieve vorm nl. «κλέπτω», als gevolg daarvan zijn er twee passieve vervoegingen van «κλέβομαι», waarvan de een vervoegd wordt zoals hieronder bij «σκάβομαι». De andere vorm van «κλέβομαι» is onregelmatig en is hier op «κλέβομαι» te vinden

ººDe passieve vorm van «κόβω» is ook onregelmatig, zie hier voor «κόβομαι» - snijden, hakken

ººº De passieve vorm van deze werkwoorden worden op dezelfde manier vervoegd als het onregelmatige «συντρίβομαι» - ineenstorten, breken

Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd σκάβομαι σκαβόμαστε
σκάβεσαι σκάβεστε, σκαβόσαστε
σκάβεται σκάβονται
Onvoltooid verleden tijd σκαβόμουν(α) σκαβόμαστε, σκαβόμασταν
σκαβόσαστε(α) σκαβόσαστε, σκαβόσασταν
σκαβόταν(ε) σκάβονταν, σκαβόντανε, σκαβόντουσαν
Aoristus σκάφτηκα σκαφτήκαμε
σκάφτηκες σκαφτήκατε
σκάφτηκε σκάφτηκαν, σκαφτήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω σκαφτεί,
είμαι σκαμμένος, -η
έχουμε σκαφτεί,
είμαστε σκαμμένοι, -ες
έχεις σκαφτεί,
είσαι σκαμμένος, -η
έχετε σκαφτεί,
είστε σκαμμένοι, -ες
έχει σκαφτεί,
είναι σκαμμένος, -η, -ο
έχουν σκαφτεί,
είναι σκαμμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα σκαφτεί,
ήμουν σκαμμένος, -η
είχαμε σκαφτεί,
ήμαστε σκαμμένοι, -ες
είχες σκαφτεί,
ήσουν σκαμμένος, -η
είχατε σκαφτεί,
ήσαστε σκαμμένοι, -ες
είχε σκαφτεί,
ήταν σκαμμένος, -η, -ο
είχαν σκαφτεί,
ήταν ψημένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα σκάβομαι θα σκαβόμαστε
θα σκάβεσαι θα σκάβεστε, θα σκαβόσαστε
θα σκάβεται θα σκάβονται
Toekomende tijd (2) θα σκαφτώ θα σκαφτούμε
θα σκαφτείς θα σκαφτείτε
θα σκαφτεί θα σκαφτούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω σκαφτεί,
θα είμαι σκαμμένος, -η
θα έχουμε σκαφτεί,
θα είμαστε σκαμμένοι,-ες
θα έχεις σκαφτεί,
θα είσαι σκαμμένος, -η
θα έχετε σκαφτεί,
θα είστε σκαμμένοι, -ες
θα έχει σκαφτεί,
θα είναι σκαμμένος, -η, -ο
θα έχουν σκαφτεί,
θα είναι σκαμμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να σκάβομαι να σκαβόμαστε
να σκάβεσαι να σκάβεστε, να σκαβόσαστε
να σκάβεται να σκάβονται
Aoristus να σκαφτώ να σκαφτούμε
να σκαφτείς να σκαφτείτε
να σκαφτείτε να σκαφτούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω σκαφτεί,
να είμαι σκαμμένος, -η
να έχουμε σκαφτεί,
να είμαστε σκαμμένοι,-ες
να έχεις σκαφτεί,
να είσαι σκαμμένος, -η
να έχετε σκαφτεί,
να είστε σκαμμένοι, -η
να έχει σκαφτεί,
να είναι σκαμμένος, -η, -ο
να έχουν σκαφτεί,
να είναι σκαμμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- σκάβεστε
Aoristus σκάψου σκαφτείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd --
Voltooid tegenwoordige tijd σκαμμένος, -η, -ο σκαμμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus σκαφτεί

Voorbeelden met «σκάβομαι»:

ελληνικά ολλανδικά
Παραπλευρώς στην πορεία υπάρχουν πολλοί σκαμμένοι λάκκοι. Naast het pad zijn veel gegraven kuilen.
Στην Καππαδοκία υπάρχουν υπόγειες πόλεις που σκάφτηκαν μέσα στη γη στα πανάρχαια χρόνια. In Cappadocië zijn er ondergrondse steden gegraven in de aarde in oude tijden.
Αυτός ο δρόμος είναι μία από τις διαδρομές που αν τύχει πρέπει να σκαφτεί. Deze straat is een van de routes waar toevallig gegraven moet worden.
Τα τοιχώματα της επισκευής θα πρέπει να σκάβονται. De binnenwanden van de verbouwing zullen uitgegraven moeten worden.
Δεν ξέρω αν αυτό είναι αληθινό, επιφανειακά, ναι, αλλά αν σκάψουμε βαθιά, όχι. Ik weet niet of dit echt waar is, oppervlakkig gezegd, ja, maar als we er dieper op in gaan, nee.
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «σκάβομαι»:
- αλείβομαι zich uitspreiden
- ανάβομαι ontbranden
- αντάμειβομαι belonen
- κλέβομαι * ontvoeren, schaken
- κρύβομαι zichzelf verbergen, wegstoppen
- ράβομαι aannaaien
- στρίβομαι zwenken, afslaan
- στύβομαι uitpersen
- τρίβομαι verkruimelen, afdragen
-
 

Deze passieve werkwoorden hebben allemaal een actieve vorm.

* «κλέβομαι» heeft twee vormen, de eerste zoals de vervoeging van «σκάβομαι» hierboven en de tweede op «κλέβομαι».