Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd στρέφω στρέφουμε, στρέφομε
στρέφεις στρέφετε
στρέφει στρέφουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd έστρεφα στρέφαμε
έστρεφες στρέφατε
έστρεφε έστρεφαν, στρέφαν(ε)
Aoristus έστρεψα στρέψαμε
έστρεψες στρέψατε
έστρεψε έστρεψαν, στρέψαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω στρέψει,
έχω στραμμένο
έχουμε στρέψει,
έχουμε στραμμένο
έχεις στρέψει,
έχεις στραμμένο
έχετε στρέψει,
έχετε στραμμένο
έχει στρέψει,
έχει στραμμένο
έχουν στρέψει,
έχουν στραμμένο
Voltooid verleden tijd είχα στρέψει,
είχα στραμμένο
είχαμε στρέψει,
είχαμε στραμμένο
είχες στρέψει,
είχες στραμμένο
είχατε στρέψει,
είχατε στραμμένο
είχε στρέψει,
είχε στραμμένο
είχαν στρέψει,
είχαν στραμμένο
Toekomende tijd (1) θα στρέφω θα στρέφουμε, θα στρέφομε
θα στρέφεις θα στρέφετε
θα στρέφει θα στρέφουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα στρέψω θα στρέψουμε, θα στρέψομε
θα στρέψεις θα στρέψετε
θα στρέψει θα στρέψουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω στρέψει,
θα έχω γραμμένο
θα έχουμε στρέψει,
θα έχουμε στραμμένο
θα έχεις στρέψει,
θα έχεις στραμμένο
θα έχετε στρέψει,
θα έχετε στραμμένο
θα έχει στρέψει,
θα έχει στραμμένο
θα έχουν στρέψει,
θα έχουν στραμμένο
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να στρέφω να στρέφουμε, να στρέφομε
να στρέφεις να στρέφετε
να στρέφει να στρέφουν(ε)
Aoristus να στρέψω να στρέψουμε, να στρέψομε
να στρέψεις να στρέψετε
να στρέψει να στρέψουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω στρέψει,
να έχω στραμμένο
να έχουμε στρέψει,
να έχουμε στραμμένο
να έχεις στρέψει,
να έχεις στραμμένο
να έχετε στρέψει,
να έχετε στραμμένο
να έχει στρέψει,
να έχει στραμμένο
να έχουν στρέψει,
να έχουν στραμμένο
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd έστρεφε στρέφετε
Aoristus έστρεψε στρέψτε, στράφε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd στρέφοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας στρέψει, έχοντας στραμμένο
Onbepaalde wijs
Aoristus στρέψει

Enkele voorbeelden met «στρέφω»:

ελληνικά ολλανδικά
Προσπάθησε να στρέψει την προσοχή του αλλού. Ze probeeerde zijn aandacht af te wenden (naar iets anders).
Στρέφω το πρόσωπό μου πάντα, όταν συναντόμαστε. Ik draai mijn gezicht altijd om, als we elkaar tegenkomen.
Θέλω να στρέψω το ερώτημα σου για το πώς και το γιατί. Ik wil de vraag over het hoe en waarom omdraaien.
Δεν μπορούμε να στρέφουμε αλλού το βλέμμα μας. We kunnen onze blik niet afwenden.
Ποτέ µη έστρεφε τον εραστής σου. Wend je nooit van je geliefde af.
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden: als «στρέφω»
- αλείφω *** smeren, bedekken, bestrijken
- αναγράφω ** boeken, noteren
- αντιγράφω ** copieëren, overschrijven
- βάφω ** kleuren, verven, schilderen
- γνέφω * wenken
- γράφω ** schrijven
- διαγράφω ** afschrijven, cancellen
- εγγράφω ** boeken, noteren
- επιστρέφω teruggeven, terugsturen
- καταστρέφω vernietigen, ruïneren
- μεταγράφω ** copieëren, overschrijven
- ξεβάφω *** verkleuren, verbleken
- περιγράφω ** omschrijven, beschrijven
- περιστρέφω ronddraaien, wentelen
- προσυπογράφω ** medeondertekenen
- προγράφω ** verbieden, overtreden (wet)
- στέφω *** kronen
- συγγράφω ** schrijven
- υπογράφω ** tekenen, handtekening zetten
-
 

* Dit werkwoord heeft geen passieve vorm

** De passieve vormen van deze werkwoorden worden vervoegd als «γράφομαι»

*** Deze werkwoorden, zowel de actieve- als de passieve vormen, worden vervoegd als «αλείφω» en «αλείφομαι»

Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd στρέφομαι στρεφόμαστε
στρέφεσαι στρέφεστε, στρεφόσαστε
στρέφεται στρέφονται
Onvoltooid verleden tijd στρεφόμουν(α) στρεφόμαστε, στρεφόμασταν
στρεφόσουν(α) στρεφόσαστε, στρεφόσασταν
στρεφόταν(ε) στρέφονταν, στρεφόντανε,
στρεφόντουσαν
Aoristus στράφηκα στραφήκαμε
στράφηκες στραφήκατε
στράφηκε στράφηκαν, στραφήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω στραφεί,
είμαι στραμμένος, -η
έχουμε στραφεί,
είμαστε στραμμένοι, -ες
έχεις στραφεί,
είσαι στραμμένος, -η
έχετε στραφεί,
είστε στραμμένοι, -ες
έχει στραφεί,
είναι στραμμένος, -η, -ο
έχουν στραφεί,
είναι στραμμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα στραφεί,
ήμουν στραμμένος, -η
είχαμε στραφεί,
ήμαστε στραμμένοι, -ες
είχες στραφεί,
ήσουν στραμμένος, -η
είχατε στραφεί,
ήσαστε στραμμένοι, -ες
είχε στραφεί,
ήταν στραμμένος, -η, -ο
είχαν στραφεί,
ήταν στραμμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα στρέφομαι θα στρεφόμαστε
θα στρέφεσαι θα στρέφεστε, θα στρεφόσαστε
θα στρέφεται θα στρέφονται
Toekomende tijd (2) θα στραφώ θα στραφούμε
θα στραφείς θα στραφείτε
θα στραφεί θα στραφούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω στραφεί,
θα είμαι στραμμένος, -η
θα έχουμε στραφεί,
θα είμαστε στραμμένοι, -ες
θα έχεις στραφεί,
θα είσαι στραμμένος, -η
θα έχετε στραφεί,
θα είστε στραμμένοι, -ες
θα έχετε στραφεί,
θα είστε στραμμένος, -ες
θα έχουν στραφεί,
θα είναι στραμμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να στρέφομαι να στρεφόμαστε
να στρέφεσαι να στρέφεστε, να στρεφόσαστε
να στρέφεται να στρέφονται
Aoristus να στραφώ να στραφούμε
να στραφείς να στραφείτε
να στραφεί να στραφούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω στραφεί,
να είμαι στραμμένος, -η
να έχουμε στραφεί,
να είμαστε στραμμένοι, -ες
να έχεις στραφεί,
να είσαι στραμμένος, -η
να έχετε στραφεί,
να είστε στραμμένοι, -ες
να έχει στραφεί,
να είναι στραμμένος, -η, -ο
να έχουν στραφεί,
να είναι στραμμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- στρέφεστε
Aoristus στρέψου στραφείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd στρεφόμενος
Voltooid tegenwoordige tijd στραμμένος, -η, -ο, -η, -ο στραμμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus στραφεί

Enkele voorbeelden met «στρέφομαι»:

ελληνικά ολλανδικά
Tα δωμάτια είναι στραμμένα προς τη θάλασσα De kamers hebben uitzicht op zee (lett. zijn gekeerd naar ...).
Στράφηκε προς το μέρος μας. Hij draaide zich naar ons toe.
Tα λουλούδια στρέφονται προς τον ήλιο. Bloemen keren zich naar de zon
Ο έλεγχος της εφορίας πρέπει να στραφεί προς τους φοροφυγάδες De controle van de belastingdienst moet gericht zijn op de belastingontduikers
Tο ενδιαφέρον του κοινού είναι στραμμένο προς τα οικονομικά θέματα. De publieke interesse is gericht op financiële kwesties.
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «στρέφομαι»:
- επιστρέφομαι terugkeren, rechtsomkeer maken
- κατατρέφομαι vernietigd worden
- περιστρέφομαι een omwenteling maken, van gedachten wisselen
 

Bovengenoemde passieve werkwoorden hebben actieve vormen