Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd αλείφω αλείφουμε, αλείφομε
αλείφεις αλείφετε
αλείφει αλείφουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd άλειφα αλείφαμε
άλειφες αλείφατε
άλειφε άλειφαν, αλείφαν(ε)
Aoristus άλειψα αλείψαμε
άλειψες αλείψατε
άλειψε άλειψαν, αλείψαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω αλείψει,
έχω αλειμμένο
έχουμε αλείψει,
έχουμε αλειμμένο
έχεις αλείψει,
έχεις αλειμμένο
έχετε αλείψει,
έχετε αλειμμένο
έχει αλείψει,
έχει αλειμμένο
έχουν αλείψει,
έχουν αλειμμένο
Voltooid verleden tijd είχα αλείψει,
είχα αλειμμένο
είχαμε αλείψει,
είχαμε αλειμμένο
είχες αλείψει,
είχες αλειμμένο
είχατε αλείψει,
είχατε αλειμμένο
είχε αλείψει,
είχε αλειμμένο
είχαν αλείψει,
είχαν αλειμμένο
Toekomende tijd (1) θα αλείφω θα αλείφουμε, θα αλείφομε
θα αλείφεις θα αλείφετε
θα αλείφει θα αλείφουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα αλείψω θα αλείψουμε, θα αλείψομε
θα αλείψεις θα αλείψετε
θα αλείψει θα αλείψουν
Voltooid toekomende tijd θα έχω αλείψει,
θα έχω αλειμμένο
θα έχουμε αλείψει,
θα έχουμε αλειμμένο
θα έχεις αλείψει,
θα έχεις αλειμμένο
θα έχετε αλείψει,
θα έχετε αλειμμένο
θα έχει αλείψει,
θα έχει αλειμμένο
θα έχουν αλείψει,
θα έχουν αλειμμένο
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να αλείφω να αλείφουμε, να αλείφομε
να αλείφεις να αλείφετε
να αλείφει να αλείφουν(ε)
Aoristus να αλείψω να αλείψουμε, να αλείψομε
να αλείψεις να αλείψετε
να αλείψει να αλείψουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω αλείψει,
να έχω αλειμμένο
να έχουμε αλείψει,
να έχουμε αλειμμένο
να έχεις αλείψει,
να έχεις αλειμμένο
να έχετε αλείψει,
να έχετε αλειμμένο
να έχει αλείψει,
να έχει αλειμμένο
να έχουν αλείψει,
να έχουν αλειμμένο
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd άλειφε αλείφετε
Aoristus άλειψε αλείψτε, αλείφτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd αλείφοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας αλείψει, έχοντας αλειμμένο
Onbepaalde wijs
Aoristus αλείψει

Enkele voorbeelden met «αλείφω»:

ελληνικά ολλανδικά
Αλείφει τα χέρια της με κρέμα. Zij smeert haar handen in met crème
Άλειφαν το κορμί τους με λάδι μυρωμένο. Zij smeerden hun lichaam in met geurige olie.
Αν δεν αλείψεις τους τροχούς, η άμαξα δεν θα τρέχει. Als je de wielen niet insmeert, zal de wagen niet lopen.
Άλειψα το ψωμί με βούτυρο και με μαρμελάδα. Ik besmeerde het brood met boter en jam.
Άλειψε την μπλούζα της με σάλτσα σόγιας. Ze besmeurde haar blouse met soja-saus.
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «αλείφω»:
- αναγράφω boeken, noteren
- αντιγράφω copieëren, overschrijven
- βάφω kleuren, verven, schilderen
- γνέφω * wenken
- γράφω schrijven
- διαγράφω afschrijven, cancellen
- εγγράφω boeken, noteren
- επιστρέφω terugkomen, terugbrengen
- καταστρέφω vernietigen, ruïneren
- μεταγράφω copieëren, overschrijven
- ξεβάφω verkleuren, verbleken
- περιγράφω omschrijven, beschrijven
- περιστρέφων draaien, ronddraaien
- προσυπογράφω medeondertekenen
- προγράφω verbieden, overtreden (wet)
- στέφω kronen
- στρέφω draaien, omslaan, afwijken
- συγγράφω schrijven
- υπογράφω tekenen, handtekening zetten
-
 

Het werkwoord «αλείφω» heeft twee actieve en twee passieve vormen. De tweede vorm «αλείβω» wordt vervoegd als het werkwoord «σκάβω»

Het met * aangegeven werkwoord heeft geen passieve vorm

Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd αλείφομαι αλείφομαστε
αλείφεσαι αλείφεστε, αλειφόσαστε
αλείφεται αλείφονται
Onvoltooid verleden tijd αλειφόμουν(α) αλειφόμαστε, αλειφόμασταν
αλειφόσουν(α) αλειφόσαστε, αλειφόσασταν
αλειφόταν(ε) αλείφονταν, αλειφόντανε,
αλειφόντουσαν
Aoristus αλείφτηκα αλειφήκαμε
αλείφτηκες αλειφτήκατε
αλείφτηκε αλείφτηκαν, αλειφτήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω αλειφτεί,
είμαι αλειμμένος, -η
έχουμε αλειφτεί,
είμαστε αλειμμένοι, -ες
έχεις αλειφτεί,
είσαι αλειμμένος, -η
έχετε αλειφτεί,
είστε αλειμμένοι, -ες
έχει αλειφτεί,
είναι αλειμμένος, -η, -ο
έχουν αλειφτεί,
είναι αλειμμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα αλειφτεί,
ήμουν αλειμμένος, -η
είχαμε αλειφτεί,
ήμαστε αλειμμένοι, -ες
είχες αλειφτεί,
ήσουν αλειμμένος, -η
είχατε αλειφτεί,
ήσαστε αλειμμένοι, -ες
είχε αλειφτεί,
ήταν αλειμμένος, -η, -ο
είχαν αλειφτεί,
ήταν αλειμμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα αλείφομαι θα αλειφόμαστε
θα αλείφεσαι θα αλείφεστε, θα αλειφόσαστε
θα αλείφεται θα αλείφονται
Toekomende tijd (2) θα αλειφτώ θα αλειφτούμε
θα αλειφτείς θα αλειφτείτε
θα αλειφτεί θα αλειφτούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω αλειφτεί,
θα είμαι αλειμμένος, -η
θα έχουμε αλειφτεί,
θα είμαστε αλειμμένοι,-ες
θα έχεις αλειφτεί,
θα είσαι αλειμμένος, -η
θα έχετε αλειφτεί,
θα είστε αλειμμένοι, -ες
θα έχει αλειφτεί,
θα είναι αλειμμένος, -η, -ο
θα έχουν αλειφτεί,
θα είναι αλειμμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να αλείφομαι να αλειφόμαστε
να αλείφεσαι να αλείφεστε, να αλειφόσαστε
να αλείφεται να αλείφονται
Aoristus να αλειφτώ να αλειφτούμε
να αλειφτείς να αλειφτείτε
να αλειφτεί να αλειφτούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω αλειφτεί,
να είμαι αλειμμένος, -η
να έχουμε αλειφτεί,
να είμαστε αλειμμένοι,-ες
να έχεις αλειφτεί,
να είσαι αλειμμένος, -η
να έχετε αλειφτεί,
να είστε αλειμμένοι, -η
να έχει αλειφτεί,
να είναι αλειμμένος, -η, -ο
να έχουν αλειφτεί,
να είναι αλειμμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- αλείφεστε
Aoristus αλείψου αλειφτείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd --
Voltooid tegenwoordige tijd αλειμμένος, -η, -ο αλειμμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus αλειφτεί

Voorbeelden met «αλείφομαι»:

ελληνικά ολλνδικά
Αλείφτηκα την επιφάνεια με χρώμα. Het oppervlak werd met verf ingesmeerd.
Με τη χούφτα της αλείφτηκε τον επώδυνο λεκέ. Met haar handpalm werd de pijnlijke plek ingesmeerd.
Με βούτυρο μπορείς απλά να αλείφεσαι ένα ταψί. Je kunt eenvoudig een bakblik met boter besmeren.
Αυτό οφείλεται διότι τη δομή του βούτυρου επιτρέπει να αλείφεται εύκολα. Dit komt doordat de structuur van de boter zich gemakkelijk laat verspreiden.
Μπες στο μπάνιο, κάνε ντουζ κι αλείψου με τις κρέμες σου! Ga de badkamer in, neem een douche en smeer je met je crèmes in!
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «αλείφομαι»:
- ξεβάφομαι
- προαλείφομαι *
- στέφομαι
-
 

Het werkwoord «αλείφομαι» heeft twee actieve en twee passieve vormen. De tweede vorm «αλείβομαι» wordt vervoegd als het werkwoord «σκάβομαι»

Het met * aangegeven werkwoord heeft geen actieve vorm