Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd πιάνω πιάνουμε, πιάνομε
πιάνεις πιάνετε
πιάνει πιάνουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd έπιανα πιάναμε
έπιανες πιάνατε
έπιανε έπιαναν, πιάναν(ε)
Aoristus έπιασα πιάσαμε
έπιασες πιάσατε
έπιασε έπιασαν, πιάσαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω πιάσει, έχω πιασμένο έχουμε πιάσει, έχουμε πιασμένο
έχεις πιάσει, έχεις πιασμένο έχετε πιάσει, έχετε πιασμένο
έχει πιάσει, έχει πιασμένο έχουν πιάσει, έχουν πιασμένο
Voltooid verleden tijd είχα πιάσει, είχα πιασμένο είχαμε πιάσει, είχαμε πιασμένο
είχες πιάσει, είχες πιασμένο είχατε πιάσει, είχατε πιασμένο
είχε πιάσει, είχε πιασμένο είχαν πιάσει, είχαν πιασμένο
Toekomende tijd (1) θα πιάνω θα πιάνουμε
θα πιάνεις θα πιάνετε
θα πιάνει θα πιάνουν
Toekomende tijd (2) θα πιάσω θα πιάσουμε
θα πιάσεις θα πιάσετε
θα πιάσει θα πιάσουν
Voltooid toekomende tijd θα έχω πιάσει,
θα έχω πιασμένο
θα έχουμε πιάσει,
θα έχουμε πιασμένο
θα έχεις πιάσει,
θα έχεις πιασμένο
θα έχετε πιάσει,
θα έχετε πιασμένο
θα έχει πιάσει,
θα έχει πιασμένο
θα έχουν πιάσει,
θα έχουν πιασμένο
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να πιάνω να πιάνουμε
να πιάνεις να πιάνετε
να πιάνει να πιάνουν(ε)
Aoristus να πιάσω να πιάσουμε
να πιάσεις να πιάσετε
να πιάσει να πιάσουν
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω πιάσει,
να έχω πιασμένο
να έχουμε πιάσει, να έχουμε πιασμένο
να έχεις πιάσει,
να έχεις πιασμένο
να έχετε πιάσει,
να έχετε πιασμένο
να έχει πιάσει,
να έχει πιασμένο
να έχουν πιάσει,
να έχουν πιασμένο
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd πιάνε πιάνετε
Aoristus πιάσε πιάσετε, πιάστε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd πιάνοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας πιάσει, έχοντας πιασμένο
Onbepaalde wijs
Aoristos πιάσει
Enkele voorbeelden met «πιάνω»:
ελληνικά ολλανδικά
Μπορώ να πιάσω την μπάλα με το ένα χέρι. Ik kan de bal met een hand vangen.
Mη με πιάνεις με βρόμικα χέρια. Pak me niet met vuile handen vast
Δεν έπιασα τι είπες. Ik heb niet begrepen (opgevangen) wat je zei.
Tο 'πιασα προσεκτικά για να μη to λερωθώ. Ik pakte het voorzichtig om het niet vuil te maken.
Γκαρσόν, πιάσε μας σε παρακαλώ δυο ούζα με μεζέ! Ober, breng ons twee ouzo's met borrelhapjes alstublieft!
Με πιάνεις; Begrijp je me?
Άσε να δω αν μπορώ να τον πιάσω στο τηλέφωνο και να τον ρωτήσω κάτι γι'αυτήν. Laat me kijken of ik hem kan bereiken om iets over haar te vragen.
Πιάνεις τα κανάλια της Ελλάδας στο σπίτι σου; Kun je het TV signaal van Griekenland in je huis ontvangen?
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «πιάνω»:
- ανοιγοκλείνω * open en dichtdoen
- γδύνω uitkleden
- δένω vastbinden, binden
- επιδένω verbinden, zwachtselen
- κλείνω sluiten, dichtdoen
- λιώνω * smelten, ontdooien
- λύνω losmaken, oplossen
- ντύνω aankleden
- ξεντύνω uitkleden
- ξύνω krabben, schrapen
- ξεροψήνω doorbakken zijn
- περιχύνω º bedruipen
- προσδένω vastbinden, aanleggen (schip)
- σβήνω º uitwissen, blussen, doven
- στήνω opzetten, oprichten
- συστήνω voorstellen, introduceren
- τέμνω snijden
- τρέμω * beven, trillen, huiveren
- φτάνω, φθάνω * aankomen, arriveren, bereiken
- φτύνω spugen
- χάνω verliezen, kwijtraken, missen
- χύνω gieten, schenken, morsen
- ψήνω koken, bakken
- .

De met * aangemerkte werkwoorden hebben geen passieve vormen

«πιάνω» heeft meer betekenissen dan boven vermeld zijn, zoals, ontvangen, begrijpen (informeel), bereiken en brengen.

 

º Enkele voorbeelden met het gebruik van deze werkwoorden zijn:

σβήνω τη δίψα μου - mijn dorst lessen

περιχύνω κρέας με σάλτσα - het vlees met jus bedruipen


Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd πιάνομαι πιανόμαστε
πιάνεσαι πιάνεστε, πιανόσαστε
πιάνεται πιάνονται
Onvoltooid verleden tijd πιανόμουν(α) πιανόμαστε, πιανόμασταν
πιανόσουν(α) πιανόσαστε, πιανόσασταν
πιανόταν(ε) πιάνονταν, πιανόντανε, πιανόντουσαν
Aoristus πιάστηκα πιαστήκαμε
πιάστηκες πιαστήκατε
πιάστηκε πιάστηκαν, πιαστήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω πιαστεί,
είμαι πιασμένος, -η
έχουμε πιαστεί,
είμαστε πιασμένοι, -ες
έχεις πιαστεί,
είσαι πιασμένος, -η
έχετε πιαστεί,
είστε πιασμένοι, -ες
έχει πιαστεί,
είναι πιασμένος, -η, -ο
έχουν πιαστεί,
είναι πιασμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα πιαστεί,
ήμουν πιασμένος, -η
είχαμε πιαστεί,
ήμαστε πιασμένοι, -ες
είχες πιαστεί,
ήσουν πιασμένος, -η
είχατε πιαστεί,
ήσαστε πιασμένοι, -ες
είχε πιαστεί,
ήταν πιασμένος, -η, -ο
είχαν πιαστεί,
ήταν πιασμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα πιάνομαι θα πιανόμαστε
θα πιάνεσαι θα πιάνεστε, θα πιανόσαστε
θα πιάνεται θα πιάνονται
Toekomende tijd (2) θα πιαστώ θα πιαστούμε
θα πιαστείς θα πιαστείτε
θα πιαστεί θα πιαστούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω πιαστεί,
θα είμαι πιασμένος, -η
θα έχουμε πιαστεί,
θα είμαστε πιασμένοι,-ες
θα έχεις πιαστεί,
θα είσαι πιασμένος, -η
θα έχετε πιαστεί,
θα είστε πιασμένοι, -ες
θα έχει πιαστεί,
θα είναι πιασμένος, -η, -ο
θα έχουν πιαστεί,
θα είναι πιασμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να πιάνομαι να πιανόμαστε
να πιάνεσαι να πιάνεστε, να πιανόσαστε
να πιάνεται να πιάνονται
Aoristus να πιαστώ να πιαστούμε
να πιαστείς να πιαστείτε
να πιαστεί να πιαστούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω πιαστεί,
α είμαι πιασμένος, -η
να έχουμε πιαστεί,
να είμαστε πιασμένοι,-ες
να έχεις πιαστεί,
να είσαι πιασμένος, -η
να έχετε πιαστεί,
να είστε πιασμένοι, -η
να έχει πιαστεί,
να είναι πιασμένος, -η, -ο
να έχουν πιαστεί,
να είναι πιασμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- πιάνεστε
Aoristus πιάσου πιαστείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd --
Voltooid tegenwoordige tijd πιασμένος, -η, -ο πιασμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus πιαστεί
Voorbeelden met «πιάνομαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Πιάστηκε το παντελόνι μου σ΄ένα καρφί. Mijn broek bleef hangen aan een spijker.
Ο ορειβάτης γλίστρησε και κατάφερε να πιαστεί από μια προεξοχή του βράχου De bergbeklimmer gleed uit maar slaagde erin zich vast te grijpen aan een rand van de rots.
Πιάσου από τη λαβή για να μην πέσεις! Hou het handvat vast om niet te vallen!
Ήρθαν πιασμένοι αγκαζέ. Zij kwamen gearmd. (lett. elkaar arm in arm vasthoudend)
Mέσα στη δυστυχία μου δεν είχα από πού να πιαστώ. Te midden van mijn ellende, had ik van waar ook geen ondersteuning
Πιάνεται μ΄ όλο τον κόσμο. Hij maakt ruzie met iedereen.
Xτες έκανα γυμναστική και σήμερα είμαι πιασμένος. Gisteren heb ik gegymd en vandaag ben ik stijf.
Πιάστηκε ο λαιμός μου. Ik heb een stijve nek gekregen.
Τα δάχτυλά μου είχαν πιαστεί στην πόρτα. Ik heb mijn vingers tussen de deur geklemd.
Πιάστηκε η μέση μου. Ik heb mijn rug verrekt.
De volgende werkwoorden worden op dezelfde manier vervoegd als «πιάνομαι»:
- καταπιάνομαι * met iets beginnen, opstarten
- κλείνομαι gesloten worden
- ξύνομαι ** gekrabbeld worden
- σβήνομαι uitbranden, langzaam verdwijnen
- φτύνομαι bespugen, uitspugen
-
 

De met * aangemerkte werkwoorden hebben geen actieve vormen

** «ξύνομαι» heeft een vervoeging als bovenstaand in «πιάνομαι». Het heeft echter nog een tweede vervoeging als «ψήνομαι» waarbij in de aoritus van de aanvoegende en gebiedende wijs de letter «στ» kan veranderen in «θ». De deelwoorden worden bij deze vormen «ξυσμένος» in het enkelvoud en «ξυσμένοι» in het meervoud (i.p.v «ξυμένος» en «ξυμένοι» zoals bij «ψήνομαι»).