Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd κλείνω, κλείω κλείνουμε, κλείνομε
κλείνεις κλείνετε
κλείνει κλείνουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd έκλεινα κλείναμε
έκλεινες κλείνατε
έκλεινε έκλειναν, κλείναν(ε)
Aoristus έκλεισα κλείσαμε
έκλεισες κλείσατε
έκλεισε έκλεισαν, κλείσαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω κλείσει, έχω κλεισμένο έχουμε κλείσει, έχουμε κλεισμένο
έχεις κλείσει, έχεις κλεισμένο έχετε κλείσει, έχετε κλεισμένο
έχει κλείσει, έχει κλεισμένο έχουν κλείσει, έχουν κλεισμένο
Voltooid verleden tijd είχα κλείσει, είχα κλεισμένο είχαμε κλείσει, είχαμε κλεισμένο
είχες πιάσει, είχες κλεισμένο είχατε πιάσει, είχατε κλεισμένο
είχε πιάσει, είχε πιασμένο είχαν πιάσει, είχαν πιασμένο
Toekomende tijd (1) θα κλείνω θα κλείνουμε
θα κλείνεις θα κλείνετε
θα κλείνει θα κλείνουν
Toekomende tijd (2) θα κλείσω θα κλείσουμε
θα κλείσεις θα vσετε
θα κλείσει θα κλείσουν
Voltooid toekomende tijd θα έχω κλείσει,
θα έχω κλεισμένο
θα έχουμε κλείσει,
θα έχουμε κλεισμένο
θα έχεις κλείσει,
θα έχεις κλεισμένο
θα έχετε κλείσει,
θα έχετε κλεισμένο
θα έχει κλείσει,
θα έχει κλεισμένο
θα έχουν κλείσει,
θα έχουν κλεισμένο
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να κλείνω να κλείνουμε
να κλείνεις να κλείνετε
να κλείνει να κλείνουν(ε)
Aoristus να κλείσω να κλείσουμε
να κλείσεις να κλείσετε
να κλείσει να κλείσουν
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω κλείσει,
να έχω κλεισμένο
να έχουμε κλείσει, να έχουμε κλεισμένο
να έχεις κλείσει,
να έχεις κλεισμένο
να έχετε κλείσει,
να έχετε κλεισμένο
να έχει κλείσει,
να έχει κλεισμένο
να έχουν κλείσει,
να έχουν κλεισμένο
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd κλείνε κλείνετε
Aoristus κλείσε κλείσετε, κλείστε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd κλείνοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας κλείσει, έχοντας κλεισμένο
Onbepaalde wijs
Aoristos κλείσει
Enkele voorbeelden met «κλείνω»:
ελληνικά ολλανδικά
Πιστεύω ότι δεν πρέπει να κλείσουμε όλες τις πόρτες. Ik geloof dat we niet alle deuren moeten sluiten.
Απλά κλείσε τα μάτια σου. Sluit simpelweg je ogen.
Θα κλείσουμε τα παράθυρα. We gaan de ramen afsluiten.
Θα κλείσω ραντεβού όσο πιο γρήγορα μπορώ. Ik zal als ik kan zo spoedig mogelijk een afspraak maken.
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «κλείνω»:
- ανοιγοκλείνω * open en dichtdoen
- γδύνω uitkleden
- δένω vastbinden, binden
- επιδένω verbinden, zwachtselen
- λιώνω * smelten, ontdooien
- λύνω losmaken, oplossen
- ντύνω aankleden
- ξεντύνω uitkleden
- ξύνω krabben, schrapen
- ξεροψήνω doorbakken zijn
- περιχύνω º bedruipen
- προσδένω vastbinden, aanleggen (schip)
- πιάνω vangen, nemen, grijpen, vasthouden
- σβήνω º uitwissen, blussen, doven
- στήνω opzetten, oprichten
- συστήνω voorstellen, introduceren
- τέμνω snijden
- τρέμω * beven, trillen, huiveren
- φτάνω, φθάνω * aankomen, arriveren, bereiken
- φτύνω spugen
- χάνω verliezen, kwijtraken, missen
- χύνω gieten, schenken, morsen
- ψήνω koken, bakken

De met * aangemerkte werkwoorden hebben geen passieve vormen

º Enkele voorbeelden met het gebruik van deze werkwoorden zijn:

σβήνω τη δίψα μου - mijn dorst lessen

περιχύνω κρέας με σάλτσα - het vlees met jus bedruipen


Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd κλείνομαι κλεινόμαστε
κλείνεσαι κλεινόμαστε
κλείνεται κλείνονται
Onvoltooid verleden tijd κλεινόμουν(α) κλεινόμαστε, κλεινόμασταν
κλεινόσουν(α) κλεινόσαστε, κλεινόσασταν
κλεινόταν(ε) κλείνονταν, κλεινόντανε, κλεινόντουσαν
Aoristus κλείστηκα κλειστήκαμε
κλείστηκες κλειστήκατε
κλείστηκε κλείστηκαν, κλειστήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω κλειστεί,
είμαι κλεισμένος, -η
έχουμε κλειστεί,
είμαστε κλεισμένοι, -ες
έχεις κλειστεί,
είσαι κλεισμένος, -η
έχετε κλειστεί,
είστε κλεισμένοι, -ες
έχει κλειστεί,
είναι κλεισμένος, -η, -ο
έχουν κλειστεί,
είναι κλεισμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα κλειστεί,
ήμουν κλεισμένος, -η
είχαμε κλειστεί,
ήμαστε κλεισμένοι, -ες
είχες κλειστεί,
ήσουν κλεισμένος, -η
είχατε κλειστεί,
ήσαστε κλεισμένοι, -ες
είχε κλειστεί,
ήταν κλεισμένος, -η, -ο
είχαν κλειστεί,
ήταν κλεισμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα κλείνομαι θα κλείνόμαστε
θα κλείνεσαι θα κλείνεστε, θακλείνόσαστε
θα κλείνεται θα κλείνονται
Toekomende tijd (2) θα κλειστώ θα κλειστούμε
θα κλειστείς θα κλειστείτε
θα κλειστεί θα κλειστούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω κλειστεί,
θα είμαι κλεισμένος, -η
θα έχουμε κλειστεί,
θα είμαστε κλεισμένοι,-ες
θα έχεις κλειστεί,
θα είσαι κλεισμένος, -η
θα έχετε κλειστεί,
θα είστε κλεισμένοι, -ες
θα έχει κλειστεί,
θα είναι κλεισμένος, -η, -ο
θα έχουν κλειστεί,
θα είναι κλεισμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να κλείνομαι να κλείνόμαστε
να κλείνεσαι να κλείνεστε, να πιανόσαστε
να κλείνεται να κλείνονται
Aoristus να κλειστώ να κλειστούμε
να κλειστείς να κλειστείτε
να κλειστεί να κλειστούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω κλειστεί,
να είμαι κλεισμένος, -η
να έχουμε κλειστεί,
να είμαστε κλεισμένοι,-ες
να έχεις κλειστεί,
να είσαι κλεισμένος, -η
να έχετε κλειστεί,
να είστε κλεισμένοι, -η
να έχει κλειστεί,
να είναι κλεισμένος, -η, -ο
να έχουν κλειστεί,
να είναι κλεισμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- κλείνεστε
Aoristus κλείσου κλειστείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd --
Voltooid tegenwoordige tijd κλεισμένος, -η, -ο κλεισμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus κλειστεί
Voorbeelden met «κλείνομαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Εάν κλεινόμαστε στον εαυτό μας, εάν απομονωνόμαστε. Als we onszelf afsluiten, raken we geisoleerd.
Κλείνονται σχολεία όπου διδάσκονται ισπανικά. Er worden scholen gesloten waar spaans onderwezen wordt.
Ο συνεργάτης κλείστηκε τυχαία. De medewerker sloot zichzelf per ongeluk op.
Η πόρτα αυτή πρέπει να κλειστεί ξανά αμέσως μετά το πέρασμα. Deze deur moet onmiddellijk na de doorgang weer worden gesloten.
De volgende werkwoorden worden op dezelfde manier vervoegd als «κλείνομαι»:
- καταπιάνομαι * met iets beginnen, opstarten
- ξύνομαι ** gekrabbeld worden
- πιάνομαι zich vastgrijpen, ruzie maken
- σβήνομαι uitbranden, langzaam verdwijnen
- φτύνομαι bespugen, uitspugen
-
 

De met * aangemerkte werkwoorden hebben geen actieve vormen

** «ξύνομαι» heeft een vervoeging als bovenstaand in «κλείνομαι». Het heeft echter nog een tweede vervoeging als «ψήνομαι» waarbij in de aoritus van de aanvoegende en gebiedende wijs de letter «στ» kan veranderen in «θ». De deelwoorden worden bij deze vormen «ξυσμένος» in het enkelvoud en «ξυσμένοι» in het meervoud (i.p.v «ξυμένος» en «ξυμένοι» zoals bij «ψήνομαι»).