Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd αγρυπνάω, αγρυπνώ αγρυπνάμε, αγρυπνούμε
αγρυπνάς αγρυπνάτε
αγρυπνάει, αγρυπνά αγρυπνάν(ε), αγρυπνούν(ε)
Onvoltooid verleden tijd αγρυπνούσα, αγρύπναγα αγρυπνούσαμε, αγρυπνάγαμε
αγρυπνούσες, αγρύπναγες αγρυπννούσατε, αγρυπνάγατε
αγρυπνούσε, αγρύπναγε αγρυπνούσαν(ε), αγρύπναγαν, αγρυπνάγανε
Aoristus αγρύπνησα αγρυπνήσαμε
αγρύπνησες αγρυπνήσατε
αγρύπνησε αγρύπνησαν, αγρυπνήσαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω αγρυπνήσει έχουμε αγρυπνήσει
έχεις αγρυπνήσει έχετε αγρυπνήσει
έχει αγρυπνήσει έχουν αγρυπνήσει
Voltooid verleden tijd είχα αγρυπνήσει είχαμε αγρυπνήσει
είχες αγρυπνήσει είχατε αγρυπνήσει
είχε αγρυπνήσει είχαν αγρυπνήσει
Toekomende tijd (1) θα αγρυπνάω,
θα αγρυπνώ
θα αγρυπνάμε,
θα αγρυπνούμε
θα αγρυπνάς θα αγρυπνάτε
θα αγρυπνάει,
θα αγρυπνά
θα αγρυπνάν(ε),
θα αγρυπνούν(ε)
Toekomende tijd (2) θα αγρυπνήσω θα αγρυπνήσουμε, θα αγρυπνήσομε
θα αγρυπνήσεις θα αγρυπνήσετε
θα αγρυπνήσει θα αγρυπνήσουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω ααγρυπνήσει θα έχουμε αγρυπνήσει
θα έχεις αγρυπνήσει θα έχετε αγρυπνήσει
θα έχει αγρυπνήσει θα έχουν αγρυπνήσει
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να αγρυπνάω,
να αγρυπνώ
να αγρυπνάμε,
να αγρυπνούμε
να αγρυπνάς να αγρυπνάτε
να αγρυπνάει,
να αγρυπνά
να αγρυπνάν(ε),
να αγρυπνούν(ε)
Aoristus να αγρυπνήσω να αγρυπνήσουμε, να αγρυπνήσομε
να αγρυπνήσεις να αγρυπνήσετε
να αγρυπνήσει να αγρυπνήσουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω αγρυπνήσει να έχουμε αγρυπνήσει
να έχεις αγρυπνήσει να έχετε αγρυπνήσει
να έχει αγρυπνήσει να έχουν αγρυπνήσει
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd αγρύπνα, αγρύπναγε αγρυπνάτε
Aoristus αγρύπνησε, αγρύπνα αγρυπνήστε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd αγρυπνώντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας αγρυπνήσει
Onbepaalde wijs
Aoristus αγρυπνήσει
Voorbeelden met «αγρυπνάω, αγρυπνώ»:
ελληνικά ολλανδικά
Aγρυπνά στο κρεβάτι του άρρωστου παιδιού της. Ze waakt bij het bed van haar zieke kind.
Οι ένοπλες δυνάμεις αγρυπνούσαν στο καθήκον De strijdkrachten hielden uit plicht een oogje in het zeil.
Όποιος περιμένει αγρυπνεί απόψε; Wie blijft wakker vanavond?
Αγρύπνησα όλη νύχτα και τώρα νυστάζω. Ik was de hele nacht wakker en ben nu moe.
Μέσα μας αγρυπνεί πάντα το πνεύμα του παρθένου δάσους. In ons waakt altijd de geest van het oerwoud.
Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «αγρυπνάω, αγρυπνώ»:
- αγκομαχώ, -άω in ademnood zijn
- ακουμπώ, -άω leunen, rusten
- αρχινώ, -άω beginnen ***
- αχολογώ, -άω luiden
- αψηφώ, -άω gering schatten, negeren, nalaten
- βαριαρρωστώ, -άω erg ziek worden ****
- βαριεστώ vervelen, genoeg zijn
- βαρυγκομώ, -άω wanhopen, misgunnen
- βλαστημώ, -άω vloeken *
- βρομάω, -ώ stinken, ruiken
- βρομοκοπάω, -ώ stinken
- βροντοκοπώ, -άω slaan, stompen, bonzen
- βροντάω donderen, bulderen, slaan
- γλεντώ, -άω jezelf amuseren, drukte maken
- γλιστρώ, -άω uitglijden, struikelen
- καταντώ, -άω eindigen als
- κλοτσώ, -άω schoppen (bal), terugdeinzen *
- κοινωνώ communiceren
- κολυμπώ, -άω zwemmen, baden
- λιποθυμώ, -άω flauwvallen
- μπουσουλώ, - αώ krabbelen *****
- ξεκινώ, -άω op weg gaan, vertrekken
- ξενυχτώ, -άω wakker blijven
- ξεψυχώ, -άω doodgaan
- ξυπνώ, -άω opstaan, ontwaken
- παραπατώ, -άω waggelen, wankelen
- περπατώ, -άω wandelen *
- προσκυνώ, -άω aanbidden
- ριγώ, -άω huiveren, schudden, trillen
- σκουντουφλώ, -άω struikelen
- σταματώ, -άω stoppen, ophouden *
- τολμώ, -άω durven, riskeren **
- φτουράω, -ώ voldoende/genoeg zijn
- φυλλομετρώ, -άω doorbladeren, opzoeken *
- φυσομανώ, -άω hevig waaien, heftig blazen
- χαζολογώ, -άω tijd verspillen, rondhangen
- χαϊδολογώ, -άω strelen, knuffelen *
- χασομερώ, -άω tijd verspillen/verdoen, uitstellen
- χρωστώ, -άω schuld hebben, schuldig zijn
- ψηφώ, -άω respekteren, waarderen, achten
 

* Deze werkwoorden hebben passieve vormen, vervoegd als ρωτιέμαι

** Dit werkwoord heeft een passieve vorm, vervoegd als εγγυώμαι

*** «αρχίζω» betekent hetzelfde als «αρχινώ»

**** «βαριαρρωσταίνω» betekent hetzelfde als «βαριαρρωστώ»

***** «μπουσουλίζω» betekent hetzelfde als als «μπουσουλώ»