Tijden - wijzen Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd περιποιούμαι περιποιούμαστε, περιποιόμαστε
περιποιείσαι περιποιείστε, περιποιόσαστε
περιποιείται περιποιούνται
Onvoltooid verleden tijd περιποόμουν(α) περιποιόμαστε, περιποιόμασταν
περιποιόσουν(α) περιποιόσαστε, περιποιόσασταν
περιποιόταν(ε) περιποιόνταν(ε), περιποιούνταν, περιποιόντουσαν
Aoristus περιποιήθηκα περιποιήθήκαμε
περιποιήθηκες περιποιηθήκατε
περιποιήθηκε περιποιήθηκαν, περιποιηθήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω περιποιηθεί έχουμε περιποιηθεί
έχεις περιποιηθεί έχουμε περιποιηθεί
έχει περιποιηθεί έχουν περιποιηθεί
Voltooid verleden tijd είχα περιποιηθεί είχαμε περιποιηθεί
είχες περιποιηθεί είχατε περιποιηθεί
είχε περιποιηθεί είχαν(ε) περιποιηθεί
Toekomende tijd (1) θα περιποιούμαι θα περιποιόμαστε, θα περιποιούμαστε
θα περιποιείσαι θα περιποιείστε, θα περιποιειόσαστε
θα περιποιείται θα περιποιούνται
Toekomende tijd (2) θα περιποιηθώ θα περιποιηθούμε
θα περιποιηθείς θα περιποιηθείτε
θα περιποιηθεί θα περιποιηθεί(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω περιποιηθεί θα έχουμε περιποιηθεί
θα έχεις περιποιηθεί θα έχετε περιποιηθεί
θα έχει περιποιηθεί θα έχουν περιποιηθεί
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να περιποιούμαι να περιποιόμαστε, να περιποιούμαστε
να περιποιείσαι να περιποιείστε, να περιποιόσαστε
να περιποιείται να περιποιούνται
Aoristus να περιποιηθώ να περιποιηθούμε
να περιποιηθείς να περιποιηθείτε
να περιποιηθεί να περιποιηθούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω περιποιηθεί να έχουμε περιποιηθεί
να έχεις περιποιηθε να έχετε περιποιηθεί
να έχει περιποιηθεί να έχουν περιποιηθεί
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- περιποιείστε
Aoristus περιποιήσου περιποιηθείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd περιποιούμενος
Voltooid tegenwoordige tijd περιποιημένος, -η, -ο περιποιημένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus περιποιηθεί
Voorbeelden met «περιποιούμαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Είπαν στον καλεσμένο ότι ο σερβιτόρος θα τον περιποιηθεί. De klant werd verteld dat de kelner hem zou bedienen.
Ο γιατρός περιποιήθηκε τον ασθενή. De dokter behandelde (verzorgde) de patient.
Περιποιήσου λίγο, μη βγαίνεις έτσι έξω! Let een beetje op jezelf, ga zo niet uit!
Για να σε περιποιείται τόσο πολύ, κάποια χάρη θα θέλει να σου ζητήσει. Als hij zoveel aandacht aan je schenkt, zal hij een zekere dankbaarheid van je vragen.
Ας πούμε, ότι κάποιος πρέπει να τις περιποιηθεί. Laten we zeggen dat iemand hen moet verzorgen.
Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «περιποιούμαι»:
- αποποιούμαι afstand doen (van), aftreden
- αποστασιοποιούμαι afstand nemen (van)
- οικειοποιούμαι zich toeeigenen