Present |
περιποιούμαι |
περιποιούμαστε, περιποιόμαστε |
περιποιείσαι |
περιποιείστε, περιποιόσαστε |
περιποιείται |
περιποιούνται |
Imperfect |
περιποόμουν(α) |
περιποιόμαστε, περιποιόμασταν |
περιποιόσουν(α) |
περιποιόσαστε, περιποιόσασταν |
περιποιόταν(ε) |
περιποιόνταν(ε), περιποιούνταν, περιποιόντουσαν |
Aorist (simple past) |
περιποιήθηκα |
περιποιήθήκαμε |
περιποιήθηκες |
περιποιηθήκατε |
περιποιήθηκε |
περιποιήθηκαν, περιποιηθήκαν(ε) |
Perfect |
έχω περιποιηθεί |
έχουμε περιποιηθεί |
έχεις περιποιηθεί |
έχουμε περιποιηθεί |
έχει περιποιηθεί |
έχουν περιποιηθεί |
Pluperfect |
είχα περιποιηθεί |
είχαμε περιποιηθεί |
είχες περιποιηθεί |
είχατε περιποιηθεί |
είχε περιποιηθεί |
είχαν(ε) περιποιηθεί |
Future (continuous) |
θα περιποιούμαι |
θα περιποιόμαστε, θα περιποιούμαστε |
θα περιποιείσαι |
θα περιποιείστε, θα περιποιειόσαστε |
θα περιποιείται |
θα περιποιούνται |
Future (simple) |
θα περιποιηθώ |
θα περιποιηθούμε |
θα περιποιηθείς |
θα περιποιηθείτε |
θα περιποιηθεί |
θα περιποιηθεί(ε) |
Future Perfect |
θα έχω περιποιηθεί |
θα έχουμε περιποιηθεί |
θα έχεις περιποιηθεί |
θα έχετε περιποιηθεί |
θα έχει περιποιηθεί |
θα έχουν περιποιηθεί |
Subjunctive mood |
|
Present |
να περιποιούμαι |
να περιποιόμαστε, να περιποιούμαστε |
να περιποιείσαι |
να περιποιείστε, να περιποιόσαστε |
να περιποιείται |
να περιποιούνται |
Aorist |
να περιποιηθώ |
να περιποιηθούμε |
να περιποιηθείς |
να περιποιηθείτε |
να περιποιηθεί |
να περιποιηθούν(ε) |
Perfect |
να έχω περιποιηθεί |
να έχουμε περιποιηθεί |
να έχεις περιποιηθε |
να έχετε περιποιηθεί |
να έχει περιποιηθεί |
να έχουν περιποιηθεί |
Imperative mood |
|
Present |
-- |
περιποιείστε |
Aorist |
περιποιήσου |
περιποιηθείτε |
Participle |
|
Present |
περιποιούμενος |
Perfect |
περιποιημένος, -η, -ο |
περιποιημένοι, -ες, -α |
Infinitive |
|
Aorist |
περιποιηθεί |