Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd παραλείπω παραλείπουμε, παραλείπομεε
παραλείπεις παραλείπετε
παραλείπει παραλείπουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd παρέλειπα παραλείπαμε
παρέλειπες παραλείπατε
παρέλειπε παρέλειπαν, παραλείπαν(ε)
Aoristus παρέλειψα παραλείψαμε
παρέλειψες παραλείψατε
παρέλειψε παρέλειψαν, παραλείψαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω παραλείψει έχουμε παραλείψει
έχεις παραλείψει έχετε παραλείψει
έχει παραλείψει έχουν παραλείψει
Voltooid verleden tijd είχα παραλείψει είχαμε παραλείψει
είχες παραλείψει είχατε παραλείψει
είχε παραλείψει είχαν παραλείψει
Toekomende tijd (1) θα παραλείπω θα παραλείπουμε, θα παραλείπομε
θα παραλείπεις θα παραλείπετε
θα παραλείπει θα παραλείπουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα παραλείψω θα παραλείψουμε, θα παραλείψομε
θα παραλείψεις θα παραλείψετε
θα παραλείψει θα παραλείψουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω παραλείψει θα έχουμε παραλείψει
θα έχεις παραλείψει θα έχετε παραλείψει
θα έχει παραλείψει θα έχουν παραλείψει
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να παραλείπω να παραλείπουμε, να παραλείπομε
να παραλείπεις να παραλείπετε
να παραλείπει να παραλείπουν(ε)
Aoristus να παραλείψω να παραλείψουμε, να παραλείψομε
να παραλείψεις να παραλείψετε
να παραλείψει να παραλείψουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω παραλείψει να έχουμε παραλείψει
να έχεις παραλείψει να έχετε παραλείψει
να έχει παραλείψει να έχουν παραλείψει
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd παράλειπε παραλείπετε
Aoristus παράλειψε παραλείψτε, παραλείψετε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd παραλείποντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας παραλείψει
Onbepaalde wijs
Aoristus παραλείψει
Voorbeelden met «παραλείπω»:
ελληνικά ολλανδικά
Παρέλειψα τη συνεδρίαση γιατί ήμουν πνιγμένος.. Ik sloeg de vergadering over want ik had het druk.
Οι οδηγίες παρέλειψαν να αναφέρουν ότι ο δρόμος ήταν κλειστός. De chauffeurs lieten na te melden (noemen) dat de straat gesloten was.
Παραλείπω το επόμενο κεφάλαιο και διαβάζω παρακάτω. Ik sla het volgende hoofdstuk over en lees hieronder.
Μην παράλειπε γεύματα γιατί για το λόγο αυτό μάλλον χρειάζεσαι βιταμίνες. Sla geen maaltijden over, want al om die reden heb je vitaminen nodig.
Μην παραλείποντας να αναφερθεί σε μια σειρά από αποφάσεις της κυβέρνησης. Niet nalaten te verwijzen naar een reeks overheids beslissingen.
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «παραλείπω»:
- αναβλέπω * onderzoeken, nagaan
- αποπέμπω afvegen, wegsturen, ontslaan
- διέπω besturen, beslissen, vaststellen
- δρέπω * selecteren, uitzoeken, maaien
- εγκαταλείπω verlaten, afstand doen
- εκλείπω * verdwijnen
- εκπέμπω uitzenden, opgeven, resulteren
- επιτρέπω ** toestaan
- έρπω * kruipen, zich vernederen
- λάμπω * schijnen, glimmen, blinken
- λείπω * missen (niet raken), afwezig zijn
- προσβλέπω * verwachten, rekenen op
- ρέπω * neigen, verbuigen, buigen
- τέρπω plezier geven aan, blij maken
- τρέπω ** omslaan, omwisselen, vertwijzen
- .
 

De met * aangemerkte werkwoorden hebben geen passieve vormen.

De met ** aangemerkte werkwoorden hebben een onregelmatige passieve vorm zoals «ντρέπομαι» - zich schamen

Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd παραλείπομαι παραλειπόμαστε
παραλείπεσαι παραλείπεστε, παραλειπόσαστε
παραλείπεται παραλείπονται
Onvoltooid verleden tijd παραλειπόμουν(α) παραλειπόμαστε, παραλειπόμασταν
παραλειπόσουν(α) παραλειπόσαστε, παραλειπόσασταν
παραλειπόταν(ε) παραλείπονταν, παραλειπόντανε, παραλειπόντουσαν
Aoristus παραλείφθηκα, παραλείφτηκα παραλειφθήκαμε, παραλειφτήκαμε
παραλείφθηκες, παραλείφτηκες παραλειφθήκατε, παραλειφτήκατε
παραλείφθηκε, παραλείφτηκε παραλείφθηκαν, παραλειφθήκαν(ε), παραλείφτηκαν, παραλειφτήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω παραλειφθεί
έχω παραλειφτεί
έχουμε παραλειφθεί
έχουμε παραλειφτεί
έχεις παραλειφθεί
έχεις παραλειφτεί
έχετε παραλειφθεί
έχετε παραλειφτεί
έχει παραλειφθεί
έχει παραλειφτεί
έχουν παραλειφθεί
έχουν παραλειφτεί
Voltooid verleden tijd είχα παραλειφθεί
είχα παραλειφτεί
είχαμε παραλειφθεί
είχαμε παραλειφτεί
είχες παραλειφθεί
είχες παραλειφτεί
είχατε παραλειφθεί
είχατεπαραλειφτεί
είχε παραλειφθεί
είχε παραλειφτεί
είχαν παραλειφθεί
είχαν παραλειφτεί
Toekomende tijd (1) θα παραλείπομαι θα παραλειπόμαστε
θα παραλείπεσαι θα παραλείπεστε, θα παραλειπόσαστε
θα παραλείπεται θα παραλείπονται
Toekomende tijd (2) θα παραλειφθώ,
θα παραλειφτώ
θα παραλειφθούμε,
θα παραλειφτούμε
θα παραλειφθείς,
θα παραλειφτείς
θα παραλειφθείτε,
θα παραλειφτείτε
θα παραλειφθεί,
θα παραλειφτεί
θα παραλειφθούν(ε),
θα παραλειφτούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω παραλειφθεί
θα έχω παραλειφτεί
θα έχουμε παραλειφθεί
θα έχουμε παραλειφτεί
θα έχεις παραλειφθεί
θα έχεις παραλειφτεί
θα έχετε παραλειφθεί
θα έχετε παραλειφτεί
θα έχει παραλειφθεί
θα έχει παραλειφτεί
θα έχουν παραλειφθεί
θα έχουν παραλειφτεί
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να παραλείπομαι να παραλειπόμαστε
να παραλείπεσαι να παραλείπεστε, να παραλειπόσαστε
να παραλείπεται να παραλείπονται
Aoristus να παραλειφθώ,
να παραλειφτώ
να παραλειφθούμε,
να παραλειφτούμε
να παραλειφθείς,
να παραλειφτείς
να παραλειφθείτε,
να παραλειφτείτε
να παραλειφθεί,
να παραλειφτεί
να παραλειφθούν(ε),
να παραλειφτούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω παραλειφθεί,
να έχω παραλειφτεί
να έχουμε παραλειφθεί
να έχουμε παραλειφτεί
να έχεις παραλειφθεί
να έχεις παραλειφτεί
να έχετε παραλειφθεί
να έχετε παραλειφτεί
να έχει παραλειφθεί
να έχει παραλειφτεί
να έχουν παραλειφθεί
να έχουν παραλειφτεί
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- παραλείπεστε
Aoristus παραλείψου παραλείψτε, παραλείψετε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd παραλειπόμενος
Voltooid tegenwoordige tijd -- --
Onbepaalde wijs
Aoristus παραλειφθεί, παραλειφτεί
Voorbeelden met «παραλείπομαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Kατά τη δημοσίευση του κειμένου παραλείφθηκαν ορισμένες λέξεις. Bij de publicatie van de tekst waren bepaalde woorden weggelaten.
Παρέλειψε το όνομά μου. Hij verzweeg mijn naam.
Κάποια βήματα παραλείπονται αλλά δεν είναι δύσκολα να διαβάσετε τις οδηγίες. Sommige stappen zijn weggelaten, maar het is niet moeilijk de instructies te lezen.
Συνεπώς οτιδήποτε είναι περιττό και χωρίς καλλιτεχνική αξία πρέπει να παραλειφθεί. Daarna moet alles wat onnodig is en zonder artistieke waarde, worden weggelaten.
Αυτά είναι ουσιαστικά για υποθετικούς λόγους που παραλείπονται. Dat zijn zelfstandige naamwoorden van denkbeeldige woorden die zijn weggelaten.
Verbs with the same conjugation as «παραλείπομαι»:
- αποπέμπομαι wegdoen, afvegen
- διέπομαι besturen, bepalen, beslissen
- εγκαταλείπομαι kapituleren, zich overgeven
- εκπέμπομαι uitzenden
- τέρπομαι verblijden, opvrolijken
- υπολείπομαι * blijven, overblijven
 

* This verb has no active form.