Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd περνάω, περνώ περνάμε, περνούμε
περνάς περνάτε
περνάει, περνά περνάν(ε), περνούν(ε)
Onvoltooid verleden tijd περνούσα, πέρναγα περνούσαμε, περνάγαμε
περνούσες, πέρναγες περνούσατε, περνάγατε
περνούσε, πέρναγε περνούσαν(ε), πέρναγαν, περνάγανε
Aoristus πέρασα περάσαμε
πέρασες περάσατε
πέρασε πέρασαν, περάσαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω περάσει,
έχω περασμένο
έχουμε περάσει,
έχουμε περασμένο
έχεις περάσει,
έχεις περασμένο
έχετε περάσει,
έχετε περασμένο
έχει περάσει,
έχει περασμένο
έχουν περάσει,
έχουν περασμένο
Voltooid verleden tijd είχα περάσει,
είχα περασμένο
είχαμε περάσει,
είχαμε περασμένο
είχες περάσει,
είχες περασμένο
είχατε περάσει,
είχατε περασμένο
είχε περάσει,
είχε περασμένο
είχαν περάσει,
είχαν περασμένο
Toekomende tijd (1) θα περνάω, θα περνώ θα περνάμε, θα περνούμε
θα περνάς θα περνάτε
θα περνάει, θα περνά θα περνάν(ε), θα περνούν(ε)
Toekomende tijd (2) θα περάσω θα περάσουμε, θα περάσομε
θα περάσεις θα περάσετε
θα περάσει θα περάσουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω περάσει,
θα έχω περασμένο
θα έχουμε περάσει,
θα έχουμε περασμένο
θα έχεις περάσει,
θα έχεις περασμένο
θα έχετε περάσει,
θα έχετε περασμένο
θα έχει περάσει,
θα έχει περασμένο
θα έχουν περάσει,
θα έχουν περασμένο
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να περνάω, να περνώ να περνάμε, να περνούμε
να περνάς να περνάτε
να περνάει, να περνά να περνάν(ε), να περνούν(ε)
Aoristus να περάσω να περάσουμε, να περάσομε
να περάσεις να περάσετε
να περάσει να περάσουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω περάσει,
να έχω περασμένο
να έχουμε περάσει,
να έχουμε περασμένο
να έχεις περάσει,
να έχεις περασμένο
να έχετε περάσει,
να έχεις περασμένο
να έχει περάσει,
να έχει περασμένο
να έχουν περάσει,
να έχουν περασμένο
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd πέρνα, πέρναγε περνάτε
Aoristus πέρασε, πέρνα περάστε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd περνώντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας περάσει, έχοντας περασμένο
Onbepaalde wijs
Aoristus περάσει
Enkele voorbeelden met «περνάω»:
ελληνικά ολλανδικά
Τα Σαββατοκύριακα περνούν πολύ γρήγορα. De weekends gaan zeer snel voorbij.
Θα περάσω αύριο το πρωί, πηγαίνοντας στη δουλειά μου. Ik kom langs morgen ochtend, op weg naar mijn werk.
Πέρασε τον δρόμο όταν σταμάτησε η κυκλοφορία. Hij stak de straat over toen het verkeer stopte.
Πέρασε τις εξετάσεις οδήγησης με την πρώτη. Ze haalde haar rijbewijs bij nde eerste poging.
Είχαμε περάσει στα έγγραφα όλα τα ονόματα και τις διευθύνσεις.. We hebben alle namen en addressen ingebracht.
Στην αυτή αρέσει να περνάει από τους φίλους της χωρίς προειδοποίηση. Zij houdt ervan onaangekondigd bij haar vrienden binnen te vallen.
Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «περνάω, περνώ»:
- αποσπάω ** ontrukken, lostrekken
- γελ -άω, -ώ lachen
- γερν -άω, -ώ * verouderen, oud maken
- διασπάω ** splijten, uiteen spatten
- διψ -άω, -ώ * dorst hebben
- επιδράω * beïnvloeden
- κερν -άω, -ώ tracteren, inschenken
- κρεμ -άω, -ώ ophangen
- ξεχν -άω, -ώ vergeten
- πειν -άω, -ώ * honger hebben
- προσπερν -άω, -ώ * inhalen, voorbij streven
- σχολάω * vrij hebben
- χαλ -άω, -ώ * beschadigen, kapot zijn
- χαμογελ -άω, -ώ * glimlachen
- χασκογελ -άω, -ώ * schateren
- .

De met * aangegeven actieve werkwoorden hebben geen passieve vormen.

De met ** aangegeven actieve werkwoorden «αποσπάω» en «διασπάω» hebben ook de actieve vormen «αποσπώ» en «διασπώ», die als «ανακλώ» vervoegd worden.

Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd περνιέμαι περνιόμαστε
περνιέσαι περνιέστε, περνιόσαστε
περνιέται περνιούνται, περνιόνται
Onvoltooid verleden tijd περνιόμουν(α) περνιόμαστε, περνιόμασταν
περνιόσουν(α) περνιόσαστε, περνιόσασταν
περνιόταν(ε) περνιόνταν(ε), περνιούνταν,περνιόντουσαν
Aoristus περάστηκα περαστήκαμε
περάστηκες περαστήκατε
περάστηκε περάστηκαν, περαστήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω περαστεί,
είμαι περνημένος, -η
έχουμε περαστεί,
είμαστε περασμένοι, -ες
έχεις περαστεί,
είσαι περνημένος, -η
έχετε περαστεί,
είστε περασμένοι, -ες
έχει περαστεί,
είναι περνημένος, -η, -ο
έχουν περαστεί,
είναι περασμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα περαστεί,
ήμουν περνημένος, -η
είχαμε περαστεί,
ήμαστε περασμένοι, -ες
είχες περαστεί,
ήσουν περνημένος, -η
είχατε περαστεί,
ήσαστε περασμένοι, -ες
είχε περαστεί,
ήταν περνημένος, -η, -ο
είχαν περαστεί,
ήταν περασμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα περνιέμαι θα περνιόμαστε
θα περνιέσαι θα περνιέστε, θα περνιόσαστε
θα περνιέται θα περνιούνται, θα περνιόνται
Toekomende tijd (2) θα περαστώ θα περαστούμε
θα περαστείς θα περαστείτε
θα περαστεί θα περαστούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω περαστεί,
θα είμαι περνημένος, -η
θα έχουμε περαστεί,
θα είμαστε περασμένοι, -ες
θα έχεις περαστεί,
θα είσαι περνημένος, -η
θα έχετε περαστεί,
θα είστε περασμένοι, -ες
θα έχει περαστεί,
θα είναι περνημένος, -η, -ο
θα έχουν περαστεί,
θα είναι περασμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να περνιέμαι να περνιόμαστε
να περνιέσαι να περνιέστε
να περνιέται να περνιούνται, να περνιόνται
Aoristus να περαστώ να περαστούμε
να περαστείς να περαστείτε
να περαστεί να περαστούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω περαστεί,
να είμαι περνημένος, -η
να έχουμε περαστεί,
να είμαστε περασμένοι, -ες
να έχεις περαστεί,
να είσαι περνημένος, -η
να έχετε περαστεί,
να είστε περασμένοι, -η
να έχει περαστεί,
να είναι περνημένος, -η, -ο
να έχουν περαστεί,
να είναι περασμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- περνιέστε
Aoristus περάσου περαστείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd --
Voltooid tegenwoordige tijd περνημένος, -η, -ο περασμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus περαστεί
Enkele voorbeelden met «περνιέμαι»:
ελληνικά ολλανδικά
H κλωστή δεν περνιέται στη βελόνα. De draad ging niet door de naald.
Είμαι από μια ορισμένη ηλικία και περνιέμαι για σοβαρός. Ik ben van een zekere leeftijd en wordt beschouwd als serieus.
Δυστυχώς, το έχει περαστεί σε όλους μας. Helaas is het ons allemaal overkomen.
Aυτός ο δρόμος δεν περνιέται το χειμώνα. Deze straat is 's winters onbegaanbaar.
Δεν περνιούνται για εύκολους άνθρωπους. Zij gaan niet door voor gemakkelijke mensen.
Το αστείο είναι ότι περνιέμαι για ηλίθια. De grap is dat ik wordt aangezien (dat ik door ga voor) als een idioot
Θα περαστείτε για γυναίκα και θα συνοδέψετε σ'ένα αντρόγυνο. U zult doorgaan voor een vrouw en begeleid worden door een getrouwd stel.
Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «περνιέμαι»:
- γελιέμαι oplichten, misleiden
- κερνιέμαι getracteerd worden
- καταριέμαι * vervloeken, verwensen
- κρεμιέμαι zich verhangen
- ξεχνιέμαι verstrooid zijn, in gedachten verzonken zijn

Het met * aangegeven actieve werkwoord heeft hebben geen passieve vorm.