Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd μιλάω, μιλώ μιλάμε, μιλούμε
μιλάς μιλάτε
μιλάει, μιλά μιλάν(ε), μιλούν(ε)
Onvoltooid verleden tijd μιλούσα, μιλαγα μιλούσαμε, μιλάγαμε
μιλούσες, μιλαγες μιλούσατε, μιλάγατε
ρμιλούσε, μιλαγε μιλούσαν(ε), μιλαγαν, μιλάγανε
Aoristus μιλησα μιλήσαμε
μιλησες μιλήσατε
μιλησε μιλησαν, μιλήσαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω μιλήσει έχουμε μιλήσει
έχεις μιλήσει έχετε μιλήσει
έχει μιλήσει έχουν μιλήσει
Voltooid verleden tijd είχα μιλήσει είχαμε μιλήσει
είχες μιλήσει είχατε μιλήσει
είχε μιλήσει είχαν μιλήσει
Toekomende tijd (1) θα μιλάω, θα μιλώ θα μιλάμε, θα μιλούμε
θα μιλάς θα μιλάτε
θα μιλάει, θα μιλά θα μιλάν(ε), θα μιλούν(ε)
Toekomende tijd (2) θα μιλήσω θα μιλήσουμε, θα μιλήσομε
θα μιλήσεις θα μιλήσετε
θα μιλήσει θα μιλήσουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω μιλήσει θα έχουμε μιλήσει
θα έχεις μιλήσει θα έχετε μιλήσει
θα έχει μιλήσει θα έχουν μιλήσει
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να μιλάω, να μιλώ να μιλάμε, να μιλούμε
να μιλάς να μιλάτε
να μιλάει, να μιλά να μιλάν(ε), να μιλούν(ε)
Aoristus να μιλήσω να μιλήσουμε, να μιλήσομε
να μιλήσεις να μιλήσετε
να μιλήσει να μιλήσουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω μιλήσει να έχουμε μιλήσει
να έχεις μιλήσει να έχετε μιλήσει
να έχει μιλήσει να έχουν μιλήσει
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd μιλα, μιλαγε μιλάτε
Aoristus μιλησε, μιλα μιλήστε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd μιλώντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας μιλήσει
Onbepaalde wijs
Aoristus μιλήσει
Enkele voorbeelden met «μιλάω»:
ελληνικά ολλανδικά
Πραγματικά πρέπει να της μιλήσω. Ik moet echt met haar praten.
Δε νομίζω ότι θέλει να μιλήσει τώρα. Ik denk niet dat ze nu wil praten.
Δεν του αρέσει να μιλάει σε κανέναν. Hij houdt er niet van dat iemand hem spreekt.
Δεν ξέρω με ποιον έχεις μιλήσει. Ik weet niet met wie je gesproken hebt.
Θα μιλήσουμε όταν θα έχουμε την ευκαιρία. We zullen praten als we de kans hebben.

Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «μιλάω»

Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd μιλιέμαι μιλιόμαστε
μιλιέσαι μιλιέστε, ρωτιόσαστε
μιλιέται μιλιούνται, μιλιόνται
Onvoltooid verleden tijd μιλιόμουν(α) μιλιόμαστε, μιλιόμασταν
μιλιόσουν(α) μιλιόσαστε, μιλιόσασταν
μιλιόταν(ε) μιλιόνταν(ε), μιλιούνταν, μιλιόντουσαν
Aoristus μιλήθηκα μιληθήκαμε
μιλήθηκες μιληθήκατε
μιλήθηκε μιλήθηκαν, μιληθήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω μιληθεί έχουμε μιληθεί
έχεις μιληθεί έχετε μιληθεί
έχει μιληθεί έχουν μιληθεί
Voltooid verleden tijd είχα μιληθεί είχαμε μιληθεί
είχες μιληθεί είχατε μιληθεί
είχε μιληθεί είχαν μιληθεί
Toekomende tijd (1) θα μιλιέμαι θα μιλιόμαστε
θα μιλιέσαι θα μιλιέστε, θα μιλιόσαστε
θα μιλιέται θα μιλιούνται, θα μιλιόνται
Toekomende tijd (2) θα μιληθώ θα μιληθούμε
θα μιληθείς θα μιληθείτε
θα μιληθεί θα μιληθούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω μιληθεί θα έχουμε μιληθεί
θα έχεις μιληθεί θα έχετε μιληθεί
θα έχει μιληθεί θα έχουν μιληθεί
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να μιλιέμαι να μιλιόμαστε
να μιλιέσαι να μιλιέστε, να μιλιόσαστε
να μιλιέται να μιλιούνται, να μιλιόνται
Aoristus να μιληθώ να μιληθούμε
να μιληθείς να μιληθείτε
να μιληθεί να μιληθούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω μιληθεί να έχουμε μιληθεί
να έχεις μιληθεί να έχετε μιληθεί
να έχει ρωτηθεί να έχουν μιληθεί
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- μιλιέστε
Aoristus μιλήσου μιληθείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd --
Voltooid tegenwoordige tijd -- --
Onbepaalde wijs
Aoristus μιληθεί
Enkele voorbeelden met «μιλιέμαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Δεν μιλιόμαστε και πολύ αυτό τον καιρό. We bespreken niet veel op dit moment.
Δυστυχώς δε μιλιόνται μεταξύ τους. Helaas, spreken ze niet met elkaar.
Ενίοτε μόνο έτσι μπορεί να μιληθεί η γλώσσα της αλήθειας. Soms wordt de taal van de waarheid zo gesproken.
Οι γλώσσες που μιλήθηκαν στο παρελθόν, δεν υπάρχουν πια. De talen die in het verleden gesproken werden bestaan niet meer.
Καταλήγει σε κάτι που να μη μιλιέται συχνά. Het leidt tot iets waar niet vaak over gesproken wordt.

Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «μιλιέμαι»