Tenses - Moods |
Active voice |
Indicative Mood |
Singular |
Plural |
Present |
ρωτάω, ρωτώ |
ρωτάμε, ρωτούμε |
ρωτάς |
ρωτάτε |
ρωτάει, ρωτά |
ρωτάν(ε), ρωτούν(ε) |
Imperfect |
ρωτούσα, ρώταγα |
ρωτούσαμε, ρωτάγαμε |
ρωτούσες, ρώταγες |
ρωτούσατε, ρωτάγατε |
ρωτούσε, ρώταγε |
ρωτούσαν(ε), ρώταγαν, ρωτάγανε |
Aorist (simple past) |
ρώτησα |
ρωτήσαμε |
ρώτησες |
ρωτήσατε |
ρώτησε |
ρώτησαν, ρωτήσαν(ε) |
Perfect |
έχω ρωτήσει |
έχουμε ρωτήσει |
έχεις ρωτήσει |
έχετε ρωτήσει |
έχει ρωτήσει |
έχουν ρωτήσει |
Pluperfect |
είχα ρωτήσει |
είχαμε ρωτήσει |
είχες ρωτήσει |
είχατε ρωτήσει |
είχε ρωτήσει |
είχαν ρωτήσει |
Future (continuous) |
θα ρωτάω, θα ρωτώ |
θα ρωτάμε, θα ρωτούμε |
θα ρωτάς |
θα ρωτάτε |
θα ρωτάει, θα ρωτά |
θα ρωτάν(ε), θα ρωτούν(ε) |
Future (simple) |
θα ρωτήσω |
θα ρωτήσουμε, θα ρωτήσομε |
θα ρωτήσεις |
θα ρωτήσετε |
θα ρωτήσει |
θα ρωτήσουν(ε) |
Future Perfect |
θα έχω ρωτήσει |
θα έχουμε ρωτήσει |
θα έχεις ρωτήσει |
θα έχετε ρωτήσει |
θα έχει ρωτήσει |
θα έχουν ρωτήσει |
Subjunctive Mood |
|
Present |
να ρωτάω, να ρωτώ |
να ρωτάμε, να ρωτούμε |
να ρωτάς |
να ρωτάτε |
να ρωτάει, να ρωτά |
να ρωτάν(ε), να ρωτούν(ε) |
Aorist |
να ρωτήσω |
να ρωτήσουμε, να ρωτήσομε |
να ρωτήσεις |
να ρωτήσετε |
να ρωτήσει |
να ρωτήσουν(ε) |
Perfect |
να έχω ρωτήσει |
να έχουμε ρωτήσει |
να έχεις ρωτήσει |
να έχετε ρωτήσει |
να έχει ρωτήσει |
να έχουν ρωτήσει |
Imperative Mood |
|
Present |
ρώτα, ρώταγε |
ρωτάτε |
Aorist |
ρώτησε, ρώτα |
ρωτήστε |
Participle |
|
Present |
ρωτώντας |
Perfect |
έχοντας ρωτήσει |
Infinitive |
|
Aorist |
ρωτήσει |
Examples with «ρωτάω»:
ελληνικά |
αγγλικά |
Ρωτάμε κάποιον κάτι όταν να μας αποκτήσει κάποια πληροφορία. |
We ask someone something when to obtain us some information.. |
Μου ρώτησε τι ώρα είναι. |
She/he asked me the time. |
Πρέπει να σου ρωτήσω κάτι. |
I have to ask you something. |
Νόμιζα ότι δε θα ρωτούσες ποτέ! |
I thought you never would ask it! |
Verbs with the same conjugation as «ρωτάω»