Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd ιδρύω ιδρύουμε, ιδρύομε
ιδρύεις ιδρύετε
ιδρύει ιδρύουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd ίδρυα ιδρύαμε
ίδρυες ιδρύατε
ίδρυε ίδρυαν, ιδρύαν(ε)
Aoristus ίδρυσα ιδρύσαμε
ίδρυσες ιδρύσατε
ίδρυσε ίδρυσαν, ιδρύσαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω ιδρύσει,
έχω ιδρυμένο
έχουμε ιδρύσει,
έχουμε ιδρυμένο
έχεις ιδρύσει,
έχεις ιδρυμένο
έχετε ιδρύσει,
έχετε ιδρυμένο
έχει ιδρύσει,
έχει v
έχουν ιδρύσει,
έχουν ιδρυμένο
Voltooid verleden tijd είχα ιδρύσει,
είχα ιδρυμένο
είχαμε ιδρύσει,
είχαμε ιδρυμένο
είχες ιδρύσει,
είχες ιδρυμένο
είχατε ιδρύσει,
είχατε ιδρυμένο
είχε ιδρύσει,
είχε ιδρυμένο
είχαν ιδρύσει,
είχαν ιδρυμένο
Toekomende tijd (1) θα ιδρύω θα ιδρύουμε, θα αναλύομε
θα ιδρύετε θα ιδρύετε
θα ιδρύει θα ιδρύουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα ιδρύσω θα ιδρύσουμε, θα ιδρύσομε
θα ιδρύσεις θα ιδρύσετε
θα ιδρύσει θα ιδρύσουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω ιδρύσει,
θα έχω ιδρυμένο
θα έχουμε ιδρύσει,
θα έχουμε ιδρυμένο
θα έχεις ιδρύσει,
θα έχεις ιδρυμένο
θα έχετε ιδρύσει,
θα έχετε ιδρυμένο
θα έχει ιδρύσει,
θα έχει ιδρυμένο
θα έχουν ιδρύσει,
θα έχουν ιδρυμένο
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να ιδρύω να ιδρύουμε, να ιδρύομε
να ιδρύεις να ιδρύετε
να ιδρύει να vύουν(ε)
Aoristus να ιδρύσω να ιδρύσουμε, να ιδρύσομε
να ιδρύσεις να ιδρύσετε
να ιδρύσει να ιδρύσουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω ιδρύσει,
να έχω ιδρυμένο
να έχουμε ιδρύσει,
να έχουμε ιδρυμένο
να έχεις ιδρύσει,
να έχεις ιδρυμένο
να έχετε ιδρύσει,
να έχετε ιδρυμένο
να έχει ιδρύσει,
να έχει ιδρυμένο
να έχουν ιδρύσει,
να έχουν ιδρυμένο
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd ίδρυε ιδρύετε
Aoristus ίδρυσε ιδρύσετε, ιδρύστε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd ιδρύοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας ιδρύσει, έχοντας ιδρυμένο
Onbepaalde wijs
Aoristus ιδρύσει
Enkele voorbeelden met «ιδρύω»:
ελληνικά ολλανδικά
Σου είπα ότι ιδρύω νέα οργάνωση. Ik vertelde je dat ik een nieuwe organisatie gestart ben.
Ιδρύοντας μιας νέας εταιρείας στη Γερμανία ανέλαβε τον κίνδυνο. Om een nieuw bedrijf op te richten in Duitsland naam hij een risico.
Δεν έχουν ακόμη ιδρύσει νέα υπηρεσία. Zij hebben nog geen nieuwe dienst oopgericht.
Επειδή ίδρυσα αυτό το κόμμα στις Κάτω Χώρες, είμαι διάσημος. Omdat ik die partij in Nederland heb opgericht ben ik wel bekend.
Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «ιδρύω»:
- αναλύω analyseren, onderzoeken, ontleden
- ανασυνδέω verbinden
- απολύω loslaten, vrijlaten
- αποσυνδέω bederven, afbreken, ontkoppelen
- αποτίω ** iemand eren
- διαλύω leeghalen, opolossen
- διαχέω spreiden, verspreiden
- διεισδύω * infiltreren, doordringen
- δύω * overstromen, vergaan
- εκτίω (een straf) uitzitten
- ελκύω aantrekken, bekoren
- επιλύω oplossen
- ισχύω * van kracht zijn, effect hebben
- καταλύω inwonen, logeren, afschaffen
- μηνύω dagvaarden
- παρακωλύω verhinderen, belemmeren, stoppen
- παραλύω * verlammen, lamleggen
- προσελκύω aandacht trekken
- συγχέω verwarren, verbazen
- συνδέω verbinden
- ψυχαναλύω * met psychoanalyse behandelen

* Deze werkwoorden hebben geen passieve vormen

**

Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd ιδρύομαι ιδρυόμαστε
ιδρύεσαι ιδρύεστε, ιδρυόσαστε
ιδρύεται ιδρύονται
Onvoltooid verleden tijd ιδρυόμουν(α) ιδρυόμαστε
ιδρυόσουν(α) ιδρυόσουν
ιδρυόταν(ε) ιδρύονταν
Aoristus ιδρύθηκα ιδρυθήκαμε
ιδρύθηκες ιδρυθήκατε
ιδρύθηκε ιδρύθηκαν, ιδρυθήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω ιδρυθεί,
είμαι ιδρυμένος, -η
έχουμε ιδρυθεί,
είμαστε ιδρυμένοι, -ες
έχεις ιδρυθεί,
είσαι ιδρυμένος, -η
έχετε ιδρυθεί,
είστε ιδρυμένοι, -ες
έχει ιδρυθεί,
είναι ιδρυμένος, -η, -ο
έχουν ιδρυθεί,
είναι ιδρυμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα ιδρυθεί,
ήμουν ιδρυμένος, -η
είχαμε ιδρυθεί,
ήμαστε ιδρυμένοι, -ες
είχες ιδρυθεί,
ήσουν ιδρυμένος, -η
είχατε ιδρυθεί,
ήσαστε ιδρυμένοι, -ες
είχε ιδρυθεί,
ήταν ιδρυμένος, -η, -ο
είχαν ιδρυθεί,
ήταν ιδρυμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα ιδρύομαι θα ιδρυόμαστε
θα ιδρύεσαι θα ιδρύεστε θα ιδρυόσαστε
θα ιδρύεται θα ιδρύονται
Toekomende tijd (2) θα ιδρυθώ θα ιδρυθούμε
θα ιδρυθείς θα ιδρυθείτε
θα ιδρυθεί θα ιδρυθούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω ιδρυθεί,
θα είμαι ιδρυμένος, -η
θα έχουμε ιδρυθεί,
θα είμαστε ιδρυμένοι,-ες
θα έχεις ιδρυθεί,
θα είσαι ιδρυμένος, -η
θα έχετε ιδρυθεί,
θα είστε ιδρυμένοι, -ες
θα έχει ιδρυθεί,
θα είναι ιδρυμένος, -η, -ο
θα έχουν ιδρυθεί,
θα είναι ιδρυμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να ιδρύομαι να ιδρύομαι
να ιδρύεσαι να ιδρύεστε, να ιδρυόσαστε
να ιδρύεται να ιδρύονται
Aoristus να ιδρυθώ να ιδρυθούμε
να ιδρυθείς να ιδρυθείτε
να ιδρυθεί να ιδρυθούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω ιδρυθεί,
να είμαι ιδρυμένος, -η
να έχουμε ιδρυθεί,
να είμαστε ιδρυμένοι,-ες
να έχεις ιδρυθεί,
να είσαι ιδρυμένος, -η
να έχετε ιδρυθεί,
να είστε ιδρυμένοι, -η
να έχει ιδρυθεί,
να είναι ιδρυμένος, -η, -ο
να έχουν ιδρυθεί,
να είναι ιδρυμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- ιδρύεστε
Aoristus ιδρύσου ιδρύθείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd --
Voltooid tegenwoordige tijd ιδρυμένος, -η, -ο ιδρυμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus ιδρυθεί
Enkele voorbeelden met «ιδρύομαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Το γραφείο ιδρύεται το πρώτο του Ιανουαρίου. Het kantoor wordt gevestigd op de eerste januari.
Θα ιδρυθούν εδώ. Zij zullen zich hier vestigen.
Η εταιρεία ιδρύθηκε από τον ίδιο Het bedrijf is door hemzelf opgericht.
Πιστεύουμε ότι πρέπει να ιδρυθεί μια ειδική υπηρεσία. Wij geloven dat er een nieuwe dienst opgezet moet worden
Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «ιδρύομαι»:
- αναδύομαι verschijnen, opduiken
- αναλύομαι oplossen, ontbinden, ontleden
- απολύομαι ontbinden, ontslaan, wegsturen
- ανασυνδέομαι weer verbinden
- αποσυνδέομαι afkoppelen, afbreken
- αποτίομαι betaald worden
- διαλύομαι uit elkaar vallen, ontbinden, oplossen
- εκτίομαι berecht worden, boete betalen
- επιλύομαι oplossen, ophelderen
- καταδύομαι * duiken, onderdompelen, samensmelten
- καταλύομαι zijn intrek nemen
- μηνύομαι aangeklaagd worden
- παρακωλύομαι beletten
- συγχέομαι verward/beneveld zijn
- συνδέομαι relatie hebben, relateren, verbinden
- φύομαι * groeien, gek zijn op
- ωρύομαι * huilen, jammeren
* Deze werkwoorden hebben geen actieve vormen