Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd πειράζω πειράζουμε, πειράζομε
πειράζεις πειράζετε
πειράζει πειράζουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd πειραζα πειραζα
πειραζες πειράζατε
πειραζε πειραζαν, πειράζαν(ε)
Aoristus πειραξα πειράξαμε
πειραξες πειράξατε
πειραξε πειραξαν, πειράξαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω πειράξει,
έχω πειραγμένο
έχουμε πειράξει,
έχουμε πειραγμένο
έχεις πειράξει, έχεις πειραγμένο έχετε πειράξει, έχετε πειραγμένο
έχει πειράξει, έχει πειραγμένο έχουν πειράξει, έχουν πειραγμένο
Voltooid verleden tijd είχα πειράξει, είχα πειραγμένο είχαμε πειράξει, είχαμε πειραγμένο
είχες πειράξει, είχες πειραγμένο είχατε πειράξει, είχατε πειραγμένο
είχε πειράξει, είχε πειραγμένο είχαν πειράξει, είχαν πειραγμένο
Toekomende tijd (1) θα πειράζω θα πειράζουμε, θα πειράζομε
θα πειράζεις θα πειράζετε
θα πειράζει θα πειράζουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα πειράξω θα πειράξουμε, θα πειράξομε
θα πειράξεις θα πειράξετε
θα πειράξει θα πειράξουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω πειράξει, θα έχω πειραγμένο θα έχουμε πειράξει, θα έχουμε πειραγμένο
θα έχεις πειράξει, θα έχεις πειραγμένο θα έχετε πειράξει, θα έχετε πειραγμένο
θα έχει πειράξει, θα έχει πειραγμένο θα έχουν πειράξει, θα έχουν πειραγμένο
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να πειράζω να πειράζουμε, να πειράζομε
να πειράζεις να πειράζετε
να πειράζει να πειράζουν(ε)
Aoristus να πειράξω να πειράξουμε, να πειράξομε
να πειράξεις να πειράξετε
να πειράξει να πειράξουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω πειράξει, να έχω πειραγμένο να έχουμε πειράξει, να έχουμε πειραγμένο
να έχεις πειράξει, να έχεις πειραγμένο να έχετε πειράξει, να έχετε πειραγμένο
να έχει κοιτάξει, να έχει πειραγμένο να έχουν κοιτάξει, να έχουν πειραγμένο
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd πειραζε πειραξε
Aoristus πειραξε πειράξτε, κοιτάχτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd πειράζοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας πειράξει, έχοντας πειραγμένο
Onbepaalde wijs
Aoristus πειράξει

Enkele voorbeelden met «πειράζω»:

ελληνικά ολλανδικά
Ο αδερφός σου δε θα σε πειράξει. Je broer wil je geen kwaad doen.
Δεν θα σε πειράξω. Ik zal je geen pijn doen.
Δε θέλω να πειράξει κανείς το παιδί, ή να το φοβίσει. Ik wil niet dat iemand die jongen kwaad doet of bang maakt.
Κάποιος μπορεί να πείραξε τον εξοπλισμό του. Iemand zou geknoeid kunnen hebben met zijn uitrusting.
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «πειράζω:
- αγγίζω * aanraken, benaderen
- αλαλάζω schreeuwen van blijdschap
- αλλάζω * veranderen
- αναστενάζω zuchten
- αποστάζω destileren
- αποφράζω * afsluiten, versperren
- αράζω aanmeren, tot rust komen
- αρπάζω * roven, wegtrekken, ontvoeren
- βαριαναστενάζω zuchten, huiveren
- βαστάζω * dragen, ondersteunen
- βελάζω loeien, blaten
- βουίζω zoemen, brullen, neuriën
- βουλιάζω ruïneren, zinken, instorten
- βροντοφωνάζω gillen, schreeuwen
- γκρινιάζω zeuren, klagen
- γρούζω knorren, kirren
- διατάζω * commanderen, orders geven
- νυστάζω slaap hebben
- παίζω * spelen
- κοιτάζω * kijken naar, bekijken
- περιπαίζω bespotten, bedriegen
- περιφράζω * omheinen, insluiten
- πρήζω * opblazen
- ρημάζω vernielen, afbreken, ruïneren
- σκιάζω * bangmaken, schrik aanjagen
- σκούζω, jammeren, huilen
- στάζω druipen, lekken
- στενάζω steunen, kreunen, weeklagen
- στηρίζω * steunen, leunen op
- στοιβάζω * persen, vullen, stouwen
- σφάζω * slachten
- σφηρίζω * fluiten, fluisteren
- τάζω een gelofte doen
- τινάζω * schudden
- τρίζω kraken, knarsen, schuren, piepen
- τρομάζω afschrikken, bang maken
- υποστηρίζω * bijstaan, steunen
- φαντάζω indruk maken, er goed uitzien
- φράζω * versperren, omheinen
- φωνάζω roepen, schreeuwen
- χαράζω * inkerven, graveren
- χαρτοπαίζω dobbelen, gokken
- χουγιάζω schreeuwen naar
- .

* Dit zijn actieve werkwoorden met ook een passieve vorm.

Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd πειράζομαι πειραζόμαστε
πειράζεσαι πειράζεστε, πειραζόσαστε
πειράζεται πειράζονται
Onvoltooid verleden tijd πειραζόμουν(α) πειραζόμαστε, πειραζόμασταν
πειραζόσουν(α) πειραζόσαστε, πειραζόσασταν
πειραζόταν(ε) πειράζονταν, πειραζόντανε, πειραζόντουσαν
Aoristus πειράχτηκα πειραχτήκαμε
πειράχτηκες πειραχτήκατε
πειράχτηκε πειράχτηκαν, πειραχτήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω πειραχτεί,
είμαι πειραγμένος, -η
έχουμε πειραχτεί,
είμαστε πειραγμένοι, -ες
έχεις πειραχτεί,
είσαι πειραγμένος, -η
έχετε πειραχτεί,
είστε πειραγμένοι, -ες
έχει πειραχτεί,
είναι πειραγμένος, -η, -ο
έχουν πειραχτεί,
είναι πειραγμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα πειραχτεί,
ήμουν πειραγμένος, -η
είχαμε πειραχτεί,
ήμαστε πειραγμένοι, -ες
είχες πειραχτεί,
ήσουν πειραγμένος, -η
είχατε πειραχτεί,
ήσαστε πειραγμένοι, -ες
είχε πειραχτεί,
ήταν πειραγμένος, -η, -ο
είχαν πειραχτεί,
ήταν πειραγμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα πειράζομαι θα πειραζόμαστε
θα πειράζεσαι θα πειράζεστε, θα πειραζόσαστε
θα πειράζεται θα πειράζονται
Toekomende tijd (2) θα πειραχτώ θα πειραχτούμε
θα πειραχτείς θα πειραχτείτε
θα πειραχτεί θα πειραχτούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω πειραχτεί,
θα είμαι πειραγμένος, -η
θα έχουμε πειραχτεί,
θα είμαστε πειραγμένοι, -ες
θα έχεις πειραχτεί,
θα είσαι πειραγμένος, -η
θα έχετε πειραχτεί,
θα είστε πειραγμένοι, -ες
θα έχει πειραχτεί,
θα είναι πειραγμένος, -η, -ο
θα έχουν πειραχτεί,
θα είναι πειραγμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να πειράζομαι να πειραζόμαστε
να πειράζεσαι να πειράζεστε, να πειραζόσαστε
να πειράζεται να πειράζονται
Aoristus να πειραχτώ να πειραχτούμε
να πειραχτείς να πειραχτείτε
να πειραχτεί να πειραχτούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω πειραχτεί,
να είμαι πειραγμένος, -η
να έχουμε πειραχτεί,
να είμαστε πειραγμένοι, -ες
να έχεις πειραχτεί,
να είσαι πειραγμένος, -η
να έχετε πειραχτεί,
να είστε πειραγμένοι, -ες
να έχει πειραχτεί,
να είναι πειραγμένος, -η, -ο
να έχουν πειραχτεί,
να είναι πειραγμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- πειράζεστε
Aoristus πειράξου πειραχτείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd --
Voltooid tegenwoordige tijd πειραγμένος, -η, -ο πειραγμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus πειραχτεί

Enkele voorbeelden met «πειράζομαι»:

ελληνικά ολλανδικά
Δεν αξίζει να πειραχτούν τα νεύρα σου. Het is het niet waard om jezelf erover op te winden.
Έχει πειραχτεί τίποτε; Is ermee geknoeid?
Θέλει χρόνο να δούμε αν πειράχτηκε ο εγκέφαλος. Het duurt even om te zeggen dat de hersenen aangetast zijn.
Αυτός είναι λίγο πειραγμένος, μα καλό παλικάρι. Hij is een beetje vreemd, maar een goede knul.
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «πειράζομαι»:
- αγγίζομαι aangeraakt worden.
- αποφράζομαι verstoppen, barricaderen
- αρπάζομαι aanbranden, zich vastgrijpen
- βαστάζομαι verdragen, uithouden
- διατάζομαι verordenen, opleggen
- κοιτάζομαι zichzelf bekijken
- παίζομαι fonkelen, flikkeren
- περιφράζομαι omheinen, afsluiten
- σκιάζομαι bang zijn, angstig zijn
- στηρίζομαι vertrouwen op
- στοιβάζομαι volstoppen
- σφάζομαι afslachten
- σφυρίζομαι fluisteren
- τινάζομαι opspringen, exploderen
- υποστηρίζομαι ondersteunen
- φράζομαι insluiten, omheinen
- χαράζομαι inkerven, graveren
- .

Alle bovengenoemde lijdende vormen hebben ook actieve vormen