Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd σφίγγω σφίγγουμε, σφίγγομε
σφίγγεις σφίγγετε
σφίγγει σφίγγουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd έσφιγγα σφίγγαμε
έσφιγγες σφίγγατε
έσφιγγε έσφιγγαν, σφίγγαν(ε)
Aoristus έσφιξα σφίξαμε
έσφιξες σφίξατε
έσφιξε έσφιξαν, σφίξαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω σφίξει, έχω σφιγμένο έχουμε σφίξει, έχουμε σφιγμένο
έχεις σφίξει, έχεις σφιγμένο έχετε σφίξει, έχετε σφιγμένο
έχει σφίξει, έχει σφιγμένο έχουν σφίξει, έχουν σφιγμένο
Voltooid verleden tijd είχα σφίξει, είχα σφιγμένο είχαμε σφίξει, είχαμε σφιγμένο
είχες σφίξει, είχες σφιγμένο είχατε σφίξει, είχατε σφιγμένο
είχε σφίξει, είχε σφιγμένο είχαν σφίξει, είχαν σφιγμένο
Toekomende tijd (1) θα σφίγγω θα σφίγγουμε, θα σφίγγομε
θα σφίγγεις θα σφίγγετε
θα σφίγγετε θα σφίγγουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα σφίξω θα σφίξουμε, θα σφίξομε
θα σφίξεις θα σφίξετε
θα σφίξει θα σφίξουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω σφίξει, θα έχω σφιγμένο θα έχουμε σφίξει, θα έχουμε σφιγμένο
θα έχεις σφίξει, θα έχεις σφιγμένο θα έχετε σφίξει, θα έχετε σφιγμένο
θα έχει σφίξει, θα έχει σφιγμένο θα έχουν σφίξει, θα έχουν σφιγμένο
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να σφίγγω να σφίγγουμε, να σφίγγομε
να σφίγγεις να σφίγγετε
να σφίγγετε να σφίγγουν(ε)
Aoristus να σφίξω να σφίξουμε, θα σφίξομε
να σφίξεις να σφίξετε
να σφίξει να σφίξουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω σφίξει, να έχω σφιγμένο να έχουμε σφίξει, να έχουμε σφιγμένο
να έχεις σφίξει, να έχεις σφιγμένο να έχετε σφίξει, να έχετε σφιγμένο
να έχει σφίξει, να έχει σφιγμένο να έχουν σφίξει, να έχουν σφιγμένο
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd έσφιγε σφίγγγετε
Aoristus έσφιξε σφίξτε, σφίχτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd σφίγγοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας σφίξει, έχοντας σφιγμένο
Onbepaalde wijs
Aoristus σφίξει

Enkele voorbeelden met «σφίγγω»:

ελληνικά ολλανδικά
Tου έσφιξα το χέρι. Ik drukte hem de hand.
Tην έσφιξε στην αγκαλιά του. Hij nam (knelde) haar in zijn armen.
Mε σφίγγουν τα παπούτσιά μου. Mijn schoenen knellen.
Tου έσφιξε το λαιμό με τα δυο του χέρια και τον έπνιξε. Hij omknelde zijn keel met zijn twee handen en wurgde hem.
Mε τις ασκήσεις σφίγγει το πλαδαρό σώμα. Met oefeningen verstevigt (hard maken) men het slappe lichaam
Ο εκλέκτορας δέχθηκε σφίγγοντας τα δόντια την αυστηρή λιτότητα. Tandenknarsend accepteerde de kiezer de strenge bezuiniging.
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «σφίγγω»:
- ανοίγω openen
- απολήγω * voltooien, beëindigen
- αχνοφέγγω * glinsteren. glimmen, glanzen
- διαλέγω kiezen, selecteren
- θίγω aanraken, benaderen
- καταλήγω * tot een besluit komen
- καταπνίγω verstikken, onderdrukken
- λήγω * aflopen, beëindigen
- ξανοίγω open zetten, opklaren
- ξετυλίγω los winden, ontvouwen
- περιτυλίγω wikkelen
- πνίγω verdrinken, stikken, wurgen
- τυλίγω inwikkelen, inpakken
- ψέγω * laken, verwijten, akkeuren

De met * aangegeven werkwoorden hebben geen passieve vormen.

Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd σφίγγομαι σφιγγόμαστε
σφίγγεσαι σφίγγεστε, σφιγγόσαστε
σφίγγεται σφίγγονται
Onvoltooid verleden tijd σφιγγόμουν(α) σφιγγόμαστε, σφιγγόμασταν
σφιγγόσουν(α) σφιγγόσαστε, σφιγγόσασταν
σφιγγόταν σφίγγονταν, σφιγγόντανε, σφιγγόντουσαν
Aoristus σφίχτηκα σφιχτήκαμε
σφίχτηκες σφιχτήκατε
σφίχτηκε σφίχτηκαν, σφιχτήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω σφιχτεί,
είμαι σφιγμένος, -η
έχουμε σφιχτεί,
είμαστε σφιγμένοι, -ες
έχεις σφιχτεί,
είσαι σφιγμένος, -η
έχετε σφιχτεί,
είστε σφιγμένοι, -ες
έχει σφιχτεί,
είναι σφιγμένος, -η, -ο
έχουν σφιχτεί,
είναι σφιγμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα σφιχτεί,
ήμουν σφιγμένος, -η
είχαμε ανοιχτεί,
ήμαστε σφιγμένοι, -ες
είχες σφιχτεί,
ήσουν σφιγμένος, -η
είχατε σφιχτεί,
ήσαστε σφιγμένοι, -ες
είχε σφιχτεί,
ήταν σφιγμένος, -η, -ο
είχαν σφιχτεί,
ήταν σφιγμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα σφίγγομαι θα σφιγγόμαστε
θα σφίγγεσαι θα σφίγγεστε, θα σφιγγόσαστε
θα σφίγγεται θα σφίγγονται
Toekomende tijd (2) θα σφιχτώ θα σφιχτούμε
θα σφιχτείς θα σφιχτείτε
θα σφιχτεί θα σφιχτούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω σφιχτεί,
θα είμαι σφιγμένος, -η
θα έχουμε σφιχτεί,
θα είμαστε σφιγμένοι, -ες
θα έχεις σφιχτεί,
θα είσαι σφιγμένος, -η
θα έχετε σφιχτεί,
θα είστε σφιγμένοι, -ες
θα έχει σφιχτεί,
θα είναι σφιγμένος, -η, -ο
θα έχουν σφιχτεί,
θα είναι σφιγμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να σφίγγομαι να σφιγγόμαστε
να σφίγγεσαι να σφίγγεστε, να σφιγγόσαστε
να σφίγγεται να σφίγγονται
Aoristus να σφιχτώ να σφιχτούμε
να σφιχτείς να σφιχτείτε
να σφιχτεί να σφιχτούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω σφιχτεί,
να είμαι σφιγμένος, -η
να έχουμε σφιχτεί,
να είμαστε σφιγμένοι, -ες
να έχεις σφιχτεί,
να είσαι σφιγμένος, -η
να έχετε σφιχτεί,
να είστε σφιγμένοι, -ες
να έχει σφιχτεί,
να είναι σφιγμένος, -η, -ο
να έχουν σφιχτεί,
να είναι σφιγμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- σφίγεστε
Aoristus σφίξου σφιχτείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd --
Voltooid tegenwoordige tijd σφιγμένος, -η, -ο σφιγμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus σφιχτεί

Enkele voorbeelden met «σφίγγομαι»:

ελληνικά ολλανδικά
Σφίχτηκε πολύ για να ξοφλήσει το χρέος του. Hij werd erg onder druk gezet om zijn schuld te voldoen.
Σφίγγεται για να μη φαίνεται η κοιλιά της. Ze snoerde zich zodat haar buik niet zichtbaar was.
Σφιγγόταν εξαιτίας τις αποφάσεις της. Wegens haar beslissingen kwam ze onder druk te staan.
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «σφίγγομαι»:
- ανοίγομαι geopend worden
- διαλέγομαι geselecteerd worden
- θίγομαι aansnijden(onderwerp)
- ξανοίγομαι hart uitstorten, zich blootgeven
- ξετυλίγομαι zich voordoen, zich afspelen
- περιτυλίγομαι verpakt worden
- πετάγομαι * opspringen, weggegooid worden
- προφυλάγομαι ** zich behoeden, zich beschermen
- τυλίγομαι ingepakt worden
- φυλάγομαι ** voorzichtig zijn

Alle bovengenoemde passieve werkwoorden hebben ook actieve vormen.

* Van «πετάγομαι» bestaat nog een tweede passieve vorm «πετιέμαι».

** Deze regelmatige passieve vormen horen bij de onregelmatige werkwoorden «φυλάω (φυλάγω)» - bewaken en «προφυλάω (προφυλάyω)» - zichzelf beschermen