Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd δεσμεύω δεσμεύουμε, δεσμεύομε
δεσμεύεις δεσμεύετε
δεσμεύει δεσμεύουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd δέσμευα δεσμεύαμε
δέσμευες δεσμεύατε
δέσμευε δέσμευαν, δεσμεύαν(ε)
Aoristus δέσμευσα δεσμεύσαμε
δέσμευσες δεσμεύσατε
δέσμευσε δέσμευσαν, δεσμεύσαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω δεσμεύσει, έχω δεσμευμένο έχουμε δεσμεύσει, έχουμε δεσμευμένο
έχεις δεσμεύσει, έχεις δεσμευμένο έχετε δεσμεύσει, έχετε δεσμευμένο
έχει δεσμεύσει, έχει δεσμευμένο έχουν δεσμεύσει, έχουν δεσμευμένο
Voltooid verleden tijd είχα δεσμεύσει, είχα δεσμευμένο είχαμε δεσμεύσει, είχαμε δεσμευμένο
είχες δεσμεύσει, είχες δεσμευμένο είχατε δεσμεύσει, είχατε δεσμευμένο
είχε δεσμεύσει, είχε δεσμευμένο είχαν δεσμεύσει, είχαν δεσμευμένο
Toekomende tijd (1) θα δεσμεύω θα δεσμεύουμε, θα δεσμεύομε
θα δεσμεύεις θα δεσμεύετε
θα δεσμεύει θα δεσμεύουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα δεσμεύσω θα δεσμεύσουμε, θα ειδικεύσομε
θα δεσμεύσεις θα δεσμεύσετε
θα δεσμεύσει θα δεσμεύσουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω δεσμεύσει, θα έχω δεσμευμένο θα έχουμε δεσμεύσει, θα έχουμε δεσμευμένο
θα έχεις δεσμεύσει, θα έχεις δεσμευμένο θα έχετε δεσμεύσει, θα έχετε δεσμευμένο
θα έχει δεσμεύσει, θα έχει δεσμευμένο θα έχουν δεσμεύσει, θα έχουν δεσμευμένο
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να δεσμεύω να δεσμεύουμε, να δεσμεύομε
να δεσμεύεις να δεσμεύετε
να δεσμεύει να δεσμεύουν(ε)
Aoristus να δεσμεύσω να δεσμεύσουμε, να δεσμεύσομ
να δεσμεύσεις να δεσμεύσετε
να δεσμεύσει να δεσμεύσουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω δεσμεύσει, να έχω δεσμευμένο να έχουμε δεσμεύσει, να έχουμε δεσμευμένο
να έχεις δεσμεύσει, να έχεις δεσμευμένο να έχετε δεσμεύσει, να έχετε δεσμευμένο
να έχει δεσμεύσει, να έχει δεσμευμένο να έχουν δεσμεύσει, να έχουν δεσμευμένο
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd δέσμευε δεσμεύετε
Aoristus δέσμευσε δεσμεύστε, δεσμεύσετε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd δεσμεύοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας δεσμεύσει, έχοντας δεσμευμένο
Onbepaalde wijs
Aoristus δεσμεύσει

Enkele voorbeelden met «δεσμεύω»:

ελληνικά ολλανδικά
Αυτή δε λέει ποτέ κάτι που μπορεί να τον δεσμεύσει Zij zegt nooit iets dat hem kan verplichten.
Δέσμευσαν τον διάσημο μπασκετμπολίστα με νέο συμβόλαιο. Zij bonden de ster basketballer aan een nieuw contract.
Δέσμευσαν τον στρατιώτη με άλλα δύο χρόνια στον στρατό. Zij verplichtten de soldaat tot nog twee jaar in het leger.
Έχει δεσμεύσει τα κεφάλαιά της. Zij heeft haar kapitaal geblokeerd.
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «δεσμεύω»:
- αγορεύω * openbaar spreken
- αλιεύω vissen
- αναγορεύω benoemen, verklaren
- ανιχνεύω opsporen, uitzoeken
- αντιπροσωπεύω vertegenwoordigen
- αστυνομεύω toezicht houden
- βραβεύω eren, belonen
- δημοστιεύω publiceren
- δραπετεύω * vluchten
- δυναστεύω heersen, tiranniseren
- ειδηκεύω specificeren
- ερμηνεύω uitleggen, verklaren
- εφημερεύω * dienst hebben, dienen
- ηγεμονεύω * heersen, regeren
- μεταλαμπαδεύω * onderhandelen, doorgeven
- μεταμοσχεύω transplanteren
- οδεύω * doorgaan
- περιοδεύω * reizen, rondreizen
- σκοπεύω * beogen, nastreven, voorhebben
- στηλιτεύω aan de kaak stellen
- σωρεύω opstapelen, verzamelen
- υπονομεύω ingraven, ondermijnen
- φονεύω doden, vermoorden
- ψαύω * aanraken, bespelen
 

De met * aangemerkte werkwoorden hebben geen passieve vormen.

Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd δεσμεύομαι δεσμευόμαστε
δεσμεύεσαι δεσμεύεστε, δεσμευόσαστε
δεσμεύεται δεσμεύονται
Onvoltooid verleden tijd δεσμευόμουν(α) δεσμευόμαστε
δεσμευόσουν(α) δεσμευόσαστε
δεσμευόταν δεσμεύονταν
Aoristus δεσμεύτηκα, δεσμεύθηκα δεσμευτήκαμε, δεσμευθήκαμε
δεσμεύτηκες, δεσμεύθηκες δεσμευτήκατε, δεσμευθήκατε
δεσμεύτηκε, δεσμεύθηκε δεσμεύτηκαν, δεσμευθήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω δεσμευτεί/δεσμευθεί,
είμαι δεσμευμένος, -η
έχουμε δεσμευτεί/δεσμευθεί,
είμαστε δεσμευμένοι, -ες
έχεις δεσμευτεί/δεσμευθεί,
είσαι δεσμευμένος, -η
έχετε δεσμευτεί/δεσμευθεί,
είστε δεσμευμένοι, -ες
έχει δεσμευτεί/δεσμευθεί,
είναι δεσμευμένος, -η, -ο
έχουν δεσμευτεί/δεσμευθεί,
είναι δεσμευμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα δεσμευτεί/δεσμευθεί,
ήμουν δεσμευμένος, -η
είχαμε δεσμευτεί/δεσμευθεί,
ήμαστε δεσμευμένοι, -ες
είχες δεσμευτεί/δεσμευθεί,
ήσουν δεσμευμένος, -η
είχατε δεσμευτεί/δεσμευθεί,
ήσαστε δεσμευμένοι, -ες
είχε δεσμευτεί/δεσμευθεί,
ήταν δεσμευμένος, -η, -ο
είχαν δεσμευτεί/δεσμευθεί,
ήταν δεσμευμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα δεσμεύομαι θα δεσμευόμαστε
θα δεσμεύεσαι θα δεσμεύεστε, θα δεσμευόσαστε
θα δεσμεύεται θα δεσμεύονται
Toekomende tijd (2) θα δεσμευτώ, θα δεσμευθώ θα δεσμευτούμε, θα δεσμευθούμε
θα δεσμευτείς, θα δεσμευθείς θα δεσμευτείτε, θα δεσμευθείτε
θα δεσμευτεί, θα δεσμευθεί θα δεσμευτούν(ε), θα δεσμευθούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω δεσμευτεί/δεσμευθεί,
θα είμαι δεσμευμένος, -η
θα έχουμε δεσμευτεί/δεσμευθεί,
θα είμαστε δεσμευμένοι, -ες
θα έχεις δεσμευτεί/δεσμευθεί,
θα είσαι δεσμευμένος, -η
θα έχετε δεσμευτεί/δεσμευθεί,
θα είστε δεσμευμένοι, -ες
θα έχει δεσμευτεί/δεσμευθεί,
θα είναι δεσμευμένος, -η, -ο
θα έχουν δεσμευτεί/δεσμευθεί,
θα είναι δεσμευμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να δεσμεύομαι να δεσμευόμαστε
να δεσμεύεσαι να δεσμεύεστε, ναδεσμευόσαστε
να δεσμεύεται να δεσμεύονται
Aoristus να δεσμευτώ, να δεσμευθώ να δεσμευτούμε, να δεσμευθούμε
να δεσμευτείς, να δεσμευθείς να δεσμευτείτε, να δεσμευθείτε
να δεσμευτεί, να δεσμευθεί να δεσμευτούν(ε), να δεσμευθούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω δεσμευτεί/δεσμευθεί,
να είμαι δεσμευμένος, -η
να έχουμε δεσμευτεί/δεσμευθεί,
να είμαστε δεσμευμένοι, -ες
να έχεις δεσμευτεί/δεσμευθεί,
να είσαι δεσμευμένος, -η
να έχετε δεσμευτεί/δεσμευθεί,
να είστε δεσμευμένοι, -ες
να έχει δεσμευτεί/δεσμευθεί,
να είναι δεσμευμένος, -η, -ο
να έχουν δεσμευτεί/δεσμευθεί,
να είναι δεσμευμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- δεσμεύεστε
Aoristus δεσμεύσου δεσμευτείτε, δεσμευθείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd δεσμευόμενος
Voltooid tegenwoordige tijd δεσμεμένος, -η, -ο δεσμευμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus δεσμευτεί, δεσμευθεί

Enkele voorbeelden met «δεσμεύομαι»:

ελληνικά ολλανδικά
Aισθάνομαι δεσμευμένος να κρατήσω το λόγο μου. Ik voel me verplicht mijn woord te houden.
Δε θα ήθελα να δεσμευτώ. Ik zou me niet graag willen vastleggen.
Είναι δεσμευμένος εδώ και τρία χρόνια. Hij zit hier vast voor drie jaar.
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «δεσμεύομαι»:
- αλιεύομαι vissen, opsporen, najagen
- αναγορεύομαι benoemd worden
- ανιχνεύομαι opgespoord worden
- αντιπροσωπεύομαι vertegenwoordigd worden
- απαγορεύομαι verboden worden
- απλουστεύομαι vereenvoudigen
- αποθηκεύομαι opgestapeld/opgeslagen worden
- αστυνομεύομαι onder toezicht staan
- αχρηστεύομαι onbruikbaar worden
- βραβεύομαι beloond worden
- δημοσιεύομαι aan het licht komen
- δηναστεύομαι overheerst worden
- ειδικεύομαι zich specialiseren
- ειρωνεύομαι * bespotten
- εκμεταλλεύομαι * misbruiken, voordeel trekken
- εκμυστηρεύομαι * in vertrouwen nemen
- εμπιστεύομαι * vertrouwen hebben in
- εμπορεύομαι * handelen
- εξολοθρεύομαι verwijderen
- επιτηδεύομαι * simuleren, voorwenden
- εμηνεύομαι verklaard worden
- καρυκεύομαι gekruid worden
- κατασυναστεύομαι onderdrukt worden
- κυριεύομαι veroverd worden
- μεταμοσχεύομαι getransplanteerd worden
- παύομαι stopzetten, stilleggen
- στηλετεύομαι gesteund worden
- σωρεύομαι zich verzamelen
- υδρεύομαι * bewateren
- υπαγορεύομαι voorzeggen, dicteren
- υπονομεύομαι * verdacht zijn
- υποπτεύομαι * verdenken
- φονεύομαι vermoord/gedood worden
- φυγαδεύομαι helpen ontsnappen
- χαλκεύομαι met koper beslagen worden
- .
 

De met * aangemerkte werkwoorden hebben geen actieve vormen.