| Present | 
        δεσμεύομαι | 
        δεσμευόμαστε | 
 
         | δεσμεύεσαι | 
        δεσμεύεστε, δεσμευόσαστε | 
 
         | δεσμεύεται | 
        δεσμεύονται | 
 
        | Imperfect | 
        δεσμευόμουν(α) | 
        δεσμευόμαστε | 
 
        | δεσμευόσουν(α) | 
        δεσμευόσαστε | 
        | δεσμευόταν | 
        δεσμεύονταν | 
        | Aorist (simple past) | 
        δεσμεύτηκα, δεσμεύθηκα | 
        δεσμευτήκαμε, δεσμευθήκαμε | 
        | δεσμεύτηκες, δεσμεύθηκες | 
        δεσμευτήκατε, δεσμευθήκατε | 
        | δεσμεύτηκε, δεσμεύθηκε | 
        δεσμεύτηκαν, δεσμευθήκαν(ε) | 
        | Perfect | 
         έχω δεσμευτεί/δεσμευθεί, είμαι δεσμευμένος, -η | 
        έχουμε δεσμευτεί/δεσμευθεί, είμαστε δεσμευμένοι, -ες | 
    
        έχεις δεσμευτεί/δεσμευθεί, είσαι δεσμευμένος, -η | 
        έχετε δεσμευτεί/δεσμευθεί, είστε δεσμευμένοι, -ες | 
        έχει δεσμευτεί/δεσμευθεί, είναι δεσμευμένος, -η, -ο | 
        έχουν δεσμευτεί/δεσμευθεί,  είναι δεσμευμένοι, -ες, -α  | 
        | Pluperfect | 
        είχα δεσμευτεί/δεσμευθεί, ήμουν δεσμευμένος, -η | 
        είχαμε δεσμευτεί/δεσμευθεί, ήμαστε δεσμευμένοι, -ες | 
    
        είχες δεσμευτεί/δεσμευθεί, ήσουν δεσμευμένος, -η | 
        είχατε δεσμευτεί/δεσμευθεί, ήσαστε δεσμευμένοι, -ες | 
        είχε δεσμευτεί/δεσμευθεί, ήταν δεσμευμένος, -η, -ο | 
        είχαν δεσμευτεί/δεσμευθεί, ήταν δεσμευμένοι, -ες, -α  | 
        | Future (continuous) | 
        θα δεσμεύομαι | 
        θα δεσμευόμαστε | 
    
        | θα δεσμεύεσαι | 
        θα δεσμεύεστε, θα δεσμευόσαστε | 
    
        | θα δεσμεύεται | 
        θα δεσμεύονται | 
| Future (simple) | 
        θα δεσμευτώ, θα δεσμευθώ | 
        θα δεσμευτούμε, θα δεσμευθούμε | 
    
        | θα δεσμευτείς, θα δεσμευθείς | 
        θα δεσμευτείτε, θα δεσμευθείτε | 
        | θα δεσμευτεί, θα δεσμευθεί | 
        θα δεσμευτούν(ε), θα δεσμευθούν(ε) | 
        | Future Perfect | 
        θα έχω δεσμευτεί/δεσμευθεί, θα είμαι δεσμευμένος, -η | 
        θα έχουμε δεσμευτεί/δεσμευθεί, θα είμαστε δεσμευμένοι, -ες | 
        θα έχεις δεσμευτεί/δεσμευθεί,  θα είσαι δεσμευμένος, -η  | 
        θα έχετε δεσμευτεί/δεσμευθεί,  θα είστε δεσμευμένοι, -ες | 
        θα έχει δεσμευτεί/δεσμευθεί, θα είναι δεσμευμένος, -η, -ο  | 
        θα έχουν δεσμευτεί/δεσμευθεί, θα είναι δεσμευμένοι, -ες, -α | 
        | Subjunctive mood | 
         | 
        | Present | 
         να δεσμεύομαι | 
        να δεσμευόμαστε | 
    
        | να δεσμεύεσαι | 
        να δεσμεύεστε, ναδεσμευόσαστε | 
    
        | να δεσμεύεται | 
        να δεσμεύονται | 
| Aorist | 
        να δεσμευτώ, να δεσμευθώ | 
        να δεσμευτούμε, να δεσμευθούμε | 
    
        | να δεσμευτείς, να δεσμευθείς | 
        να δεσμευτείτε, να δεσμευθείτε | 
    
        | να δεσμευτεί, να δεσμευθεί | 
        να δεσμευτούν(ε), να δεσμευθούν(ε) | 
        | Perfect | 
        να έχω δεσμευτεί/δεσμευθεί, να είμαι δεσμευμένος, -η | 
        να έχουμε δεσμευτεί/δεσμευθεί, να είμαστε δεσμευμένοι, -ες | 
        να έχεις δεσμευτεί/δεσμευθεί, να είσαι δεσμευμένος, -η | 
        να έχετε δεσμευτεί/δεσμευθεί, να είστε δεσμευμένοι, -ες | 
    
        να έχει δεσμευτεί/δεσμευθεί, να είναι δεσμευμένος, -η, -ο | 
        να έχουν δεσμευτεί/δεσμευθεί, να είναι δεσμευμένοι, -ες, -α  | 
        | Imperative mood | 
         | 
        | Present | 
        -- | 
        δεσμεύεστε | 
   
        | Aorists | 
        δεσμεύσου | 
        δεσμευτείτε, δεσμευθείτε | 
        | Participle | 
         | 
        | Present | 
        δεσμευόμενος | 
        | Perfect | 
        δεσμεμένος, -η, -ο | 
        δεσμευμένοι, -ες, -α | 
 
        | Infinitive | 
         | 
        | Aorist | 
        δεσμευτεί, δεσμευθεί |