Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd ικετεύω ικετεύουμε, ικετεύομε
ικετεύεις ικετεύετε
ικετεύει ικετεύουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd ικέτευα ικετεύαμε
ικέτευες ικετεύατε
ικέτευε ικέτευαν, ικετεύαν(ε)
Aoristus ικέτεψα, ικέτευσα ικετέψαμε, ικετεύσαμε
ικέτεψες, ικέτευσες ικετέψατε, ικετεύσατε
ικέτεψε, ικέτευσε ικέτεψαν, ικετέψαν(ε),
ικέτευσαν, ικετεύσαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω ικετέψει,
έχω ικετεύσει
έχουμε ικετέψει,
έχουμε ικετεύσει
έχεις ικετέψει,
έχεις ικετεύσει
έχετε ικετέψει,
έχετε ικετεύσει
έχει ικετέψει,
έχει ικετεύσει
έχουν ικετέψει,
έχουν ικετεύσει
Voltooid verleden tijd είχα ικετέψει,
είχα ικετεύσει
είχαμε ικετέψει,
είχαμε ικετεύσει
είχες ικετέψει,
είχες ικετεύσει
είχατε ικετέψει,
είχατε ικετεύσει
είχε ικετέψει,
είχε ικετεύσει
είχαν ικετέψει,
είχαν ικετεύσει
Toekomende tijd (1) θα ικετεύω θα ικετεύουμε, θα ικετεύομε
θα ικετεύεις θα ικετεύετε
θα ικετεύει θα ικετεύουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα ικετέψω, θα ικετεύσω θα ικετέψουμε, θα ικετέψομε,
θα ικετεύσουμε, θα ικετεύσομε
θα ικετέψεις,
θα ικετεύσεις
θα ικετέψετε,
θα ικετεύσετε
θα ικετέψει,
θα ικετεύσει
θα ικετέψουν(ε),
θα ικετεύσουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω ικετέψει,
θα έχω ικετεύσει
θα έχουμε ικετέψει,
θα έχουμε ικετεύσει
θα έχεις ικετέψει,
θα έχεις ικετεύσει
θα έχετε ικετέψει,
θα έχετε ικετεύσει
θα έχει ικετέψει,
θα έχει ικετεύσει
θα έχουν ικετέψει,
θα έχουν ικετεύσει
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να ικετεύω να ικετεύουμε, να ικετεύομε
να ικετεύεις να ικετεύετε
να ικετεύει να ικετεύουν(ε)
Aoristus να ικετέψω,
θα ικετεύσω
να ικετέψουμε, να ικετέψομε,
να ικετεύσουμε, να ικετεύσομε
να ικετέψεις,
να ικετεύσεις
να ικετέψετε,
να ικετεύσετε
να ικετέψει,
να ικετεύσει
να ικετέψουν(ε),
να ικετεύσουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω ικετέψει,
να έχω ικετεύσει
να έχουμε ικετέψει,
να έχουμε ικετεύσει
να έχεις ικετέψει,
να έχεις ικετεύσει
να έχετε ικετέψει,
να έχετε ικετεύσει
να έχει ικετέψει,
να έχει ικετεύσει
να έχουν ικετέψει,
να έχουν ικετεύσει
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd ικέτευε ικετεύετε
Aoristus ικέτεψε, ικέτευσε ικετέψτε, ικετέψετε, ικετεύστε, ικετεύσετε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd ικετεύοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας ικετέψει, έχοντας ικετεύσει
Onbepaalde wijs
Aoristus ικετέψει, ικετεύσει
Voorbeelden met «ικετεύω»:
ελληνικά ολλανδικά
Σ'ικετεύω να την πεις συγγνώμη. Ik smeek je haar te zeggen dat het je spijt.
Τον ικέτευα να με βοηθάει. Ik smeekte hem me te helpen.
Θα σε βοηθήσει όταν σταματάς να ικετεύεις. Hij zal je helpen als je stopt met smeken.
De volgende werkwoorden worden op dezelfde manier vervoegd als «ικετεύω»:
- αχρηστεύω onbruikbaar maken
- μαθητεύω * onderrichten, les krijgen
- παγιδεύω ** vangen, een val zetten
- παύω pauseren, stoppen
- ριψοκινδυνεύω * riskeren, wagen
- .

De met * aangegeven werkwoorden hebben geen passieve vormen

** dit werkwoord heeft een passieve vorm, «παγιδεύομαι». Een voorbeeld van de vervoeging ervan is «δουλεύομαι» - bewerken, uitwerken.