Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd δουλεύω δουλεύουμε, δουλεύομε
δουλεύεις δουλεύετε
δουλεύει δουλεύουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd δούλευα δουλεύαμε
δούλευες δουλεύατε
δούλευε δούλευαν, δουλεύαν(ε)
Aoristus δούλεψα δουλέψαμε
δούλεψες δουλέψατε
δούλεψε δούλεψαν, δουλέψαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω δουλέψει, έχω δουλεμένο έχουμε δουλέψει, έχουμε δουλεμένο
έχεις δουλέψει, έχεις δουλεμένο έχετε δουλέψει, έχετε δουλεμένο
έχει δουλέψει, έχει δουλεμένο έχουν δουλέψει, έχουν δουλεμένο
Voltooid verleden tijd είχα δουλέψει, είχα δουλεμένο είχαμε δουλέψει, είχαμε δουλεμένο
είχες δουλέψει, είχες δουλεμένο είχατε δουλέψει, είχατε δουλεμένο
είχε δουλέψει, είχε δουλεμένο είχαν δουλέψει, είχαν δουλεμένο
Toekomende tijd (1) θα δουλεύω θα δουλεύουμε, θα δουλεύομε
θα δουλεύεις θα δουλεύετε
θα δουλεύει θα δουλεύουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα δουλέψω θα δουλέψουμε, θα δουλέψομε
θα δουλέψεις θα δουλέψετε
θα δουλέψει θα δουλέψουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω δουλέψει, θα έχω δουλεμένο θα έχουμε δουλέψει, θα έχουμε δουλεμένο
θα έχεις δουλέψει, θα έχεις δουλεμένο θα έχετε δουλέψει, θα έχετε δουλεμένο
θα έχει δουλέψει, θα έχει δουλεμένο θα έχουν δουλέψει, θα έχουν δουλεμένο
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να δουλεύω να δουλεύουμε
να δουλεύεις να δουλεύετε
να δουλεύει να δουλεύουν(ε)
Aoristus να δουλέψω να δουλέψουμε
να δουλέψεις να δουλέψετε
να δουλέψει να δουλέψουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω δουλέψει, να έχω δουλεμένο να έχουμε δουλέψει, να έχουμε δουλεμένο
να έχεις δουλέψει, να έχεις δουλεμένο να έχετε δουλέψει, να έχετε δουλεμένο
να έχει δουλέψει, να έχει δουλεμένο να έχουν δουλέψει, να έχουν δουλεμένο
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd δούλευε δουλεύετε
Aoristus δούλεψε δουλέψτε, δουλεύτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd δουλεύοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας δουλέψει, έχοντας δουλεμένο
Onbepaalde wijs
Aoristus δουλέψει

Enkele voorbeelden met «δουλεύω»:

ελληνικά ολλανδικά
Δούλευε μέχρι αργά τη νύχτα. Hij werkte tot laat in de nacht.
Ξέρεις να δουλεύεις αυτό το μηχάνημα; Weet je hoe die machine werkt?
Δούλεψε το φάρμακο; Werkte het medicijn?
Ο Μανόλης δουλεύει ως κηπουρός. Manolis werk als tuinman.
Πρέπει να δουλέψεις πολύ για να πετύχεις. Je moet hard werken om te slagen.
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «δουλεύω»:
Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd δουλεύομαι δουλευόμαστε
δουλεύεσαι δουλεύεστε, δουλευόσαστε
δουλεύεται δουλεύονται
Onvoltooid verleden tijd δουλευόμουν(α) δουλευόμαστε, δουλευόμασταν
δουλευόσουν(α) δουλευόσαστε, δουλευόσασταν
δουλευότανε δουλεύονταν, δουλευόντανε, δουλευόντουσαν
Aoristus δουλεύτηκα δουλευτήκαμε
δουλεύτηκες δουλευτήκατε
δουλεύτηκε δουλεύτηκαν, δουλευτήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω δουλευτεί,
είμαι δουλεμένος, -η
έχουμε δουλευτεί,
είμαστε δουλεμένοι, -ες
έχεις δουλευτεί,
είσαι δουλεμένος, -η
έχετε δουλευτεί,
είστε δουλεμένοι, -ες
έχει δουλευτεί,
είναι δουλεμένος, -η, -ο
έχουν δουλευτεί,
είναι δουλεμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα δουλευτεί,
ήμουν δουλεμένος, -η
είχαμε δουλευτεί,
ήμαστε δουλεμένοι, -ες
είχες δουλευτεί,
ήσουν δουλεμένος, -η
είχατε δουλευτεί,
ήσαστε δουλεμένοι, -ες
είχε δουλευτεί,
ταν δουλεμένος, -η, -ο
είχαν δουλευτεί,
ήταν δουλεμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα δουλεύομαι θα δουλευόμαστε
θα δουλεύεσαι θα δουλεύεστε, θα δουλευόσαστε
θα δουλεύεται θα δουλεύονται
Toekomende tijd (2) θα δουλευτώ θα δουλευτούμε
θα δουλευτείς θα δουλευτείτε
θα δουλευτεί θα δουλευτούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω δουλευτεί,
θα είμαι δουλεμένος, -η
θα έχουμε δουλευτεί,
θα είμαστε δουλεμένοι, -ες
θα έχεις δουλευτεί,
θα είσαι δουλεμένος, -η
θα έχετε δουλευτεί,
θα είστε δουλεμένοι, -ες
θα έχει δουλευτεί,
θα είναι δουλεμένος, -η, -ο
θα έχουν δουλευτεί,
θα είναι δουλεμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να δουλεύομαι να δουλευόμαστε
να δουλεύεσαι να δουλεύεστε, να δουλευόσαστε
να δουλεύεται να δουλεύεται
Aoristus να δουλευτώ να δουλευτούμε
να δουλευτείς να δουλευτείτε
να δουλευτεί να δουλευτούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω δουλευτεί,
να είμαι δουλεμένος, -η
να έχουμε δουλευτεί,
να είμαστε δουλεμένοι, -ες
να έχεις δουλευτεί,
να είσαι δουλεμένος, -η
να έχετε δουλευτεί,
να είστε δουλεμένοι, -ες
να έχει δουλευτεί,
να είναι δουλεμένος, -η, -ο
να έχουν δουλευτεί,
να είναι δουλεμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- δουλεύεστε
Aoristus δουλέψου δουλευτείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd --
Voltooid tegenwoordige tijd δουλεμένος, -η, -ο δουλεμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus δουλευτεί

Enkele voorbeelden met «δουλεύομαι»:

ελληνικά ολλανδικά
Σε αυτή τη χώρα όλοι δουλευόμαστε αλλά περισσότερο από όλους μας δουλεύετε εσείς. In dit land werken we allemaal maar het meest van ons allen werkt u.
Θα ήθελε να δει οτί αμείβόταν τους παίκτες που έχουν δουλευτεί πολύ. Hij zou graag zien dat de spelers die hard gewerkt hadden werden beloond.
Έχουμε αγοράσει πολύ καλά δουλεμένα έπιπλα. We hebben zeer goed gemaakte meubels gekocht.
Tο δοκίμιο δουλεύτηκε από άξιους λογοτέχνες. Het essay werd uitgewerk door verdienstelijke schrijvers.
Ο ενθουσιασμός του δασκάλου για το θέμα το οποίο δουλεύεται είναι ένας παράγοντας που βοηθάει να κάνει την μάθηση ωραία. Het enthousiasme van de leraar over het onderwerp waaraan gewerkt wordt is een factor die helpt het leren leuk te maken.
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «δουλεύομαι»: