Tijden - wijzen Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd συμπλέκομαι συμπλεκόμαστε
συμπλέκεσαι συμπλέκεστε, συμπλεκόσαστε
συμπλέκεται συμπλέκονται
Onvoltooid verleden tijd συμπλεκόμουν(α) συμπλεκόμαστε
συμπλεκόσουν(α) συμπλεκόσαστε
συμπλεκόταν(ε) συμπλέκονταν
Aoristus συμπλέχθηκα συμπλεχθήκαμε
συμπλέχθηκες συμπλεχθήκατε
συμπλέχθηκε, συνεπλάκη συμπλέχθηκαν, συμπλεχθήκαν(ε), συνεπλάκησαν
Voltooid tegenwoordige tijd έχω συμπλακεί, συμπλεχθεί,
είμαι συμπλεγμένος, -η
έχουμε συμπλακεί, συμπλεχθεί,
είμαστε συμπλεγμένοι, -ες
έχεις συμπλακεί, συμπλεχθεί,
είσαι συμπλεγμένος, -η
έχετε συμπλακεί, συμπλεχθεί,
είστε συμπλεγμένοι, -ες
έχει συμπλακεί, συμπλεχθεί,
είναι συμπλεγμένος, -η, -ο
έχουν συμπλακεί, συμπλεχθεί,
είναι συμπλεγμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα συμπλακεί, συμπλεχθεί,
ήμουν συμπλεγμένος, -η
είχαμε συμπλακεί, συμπλεχθεί,
ήμαστε συμπλεγμένοι, -ες
είχες συμπλακεί, συμπλεχθεί,
ήσουν συμπλεγμένος, -η
είχατε συμπλακεί, συμπλεχθεί,
ήσαστε συμπλεγμένοι, -ες
είχε συμπλακεί, συμπλεχθεί,
ήταν συμπλεγμένος, -η, -ο
είχαν συμπλακεί, συμπλεχθεί,
ήταν συμπλεγμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα συμπλέκομαι θα συμπλεκόμαστε
θα συμπλέκεσαι θα συμπλέκεστε, θα συμπλεκόσαστε
θα συμπλέκεται θα συμπλέκονται
Toekomende tijd (2) θα συμπλακώ, θα συμπλεχθώ θα συμπλακούμε, θα συμπλεχθούμε
θα συμπλακείς, θα συμπλεχθείς θα συμπλακείτε, (θα συμπλεχθείτε
θα συμπλακεί , θα συμπλεχθεί θα συμπλακούν(ε), θα συμπλεχθούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω συμπλακεί, συμπλεχθεί,
θα είμαι συμπλεγμένος, -η
θα έχουμε συμπλακεί, συμπλεχθεί,
θα είμαστε συμπλεγμένοι, -ες
θα έχεις συμπλακεί, συμπλεχθεί,
θα είσαι συμπλεγμένος, -η
θα έχετε συμπλακεί, συμπλεχθεί,
θα είστε συμπλεγμένοι, -ες
θα έχει συμπλακεί, συμπλεχθεί,
θα είναι συμπλεγμένος, -η, -ο
θα έχουν συμπλακεί, συμπλεχθεί,
θα είναι συμπλεγμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να συμπλέκομαι να συμπλεκόμαστε
να συμπλέκεσαι να συμπλέκεστε, να συμπλεκόσαστε
να συμπλέκεται να συμπλέκονται
Aoristus να συμπλακώ, να συμπλεχθώ να συμπλακούμε, να συμπλεχθούμε
να συμπλακείς, να συμπλεχθείς να συμπλεχθείτε, να συμπλεχθείτε
να συμπλακεί, να συμπλεχθεί να συμπλακούν(ε),να συμπλεχθούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω συμπλακεί, συμπλεχθεί,
να είμαι συμπλεγμένος, -η
να έχουμε συμπλακεί, συμπλεχθεί,
να είμαστε συμπλεγμένοι, -ες
να έχεις συμπλακεί, συμπλεχθεί,
να είσαι συμπλεγμένος, -η
να έχετε συμπλακεί, συμπλεχθεί,
να είστε συμπλεγμένοι, -ες
να έχει συμπλακεί, συμπλεχθεί,
να είναι συμπλεγμένος, -η, -ο
να έχουν συμπλακεί, συμπλεχθεί,
να είναι συμπλεγμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- συμπλέκεστε
Aoristus συμπλέξου συμπλακείτε, συμπλεχθείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd συμπλεκόμενος
Voltooid tegenwoordige tijd συμπλεγμένος, -η, -ο συμπλεγμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus συμπλακεί, συμπλεχθεί
Voorbeelden met «συμπλέκομαι»:
ελληνικά ολλανδικά
H προκλητική συμπεριφορά τους είχε ως αποτέλεσμα να συμπλακούν οι οπαδοί των αντίπαλων ομάδων. Hun provocerende gedrag leidde ertoe dat fans van de concurrerende teams slaags raakten.
Μέλη της ΕΕ δεν έχουν ποτέ συμπλακεί σε πόλεμο μεταξύ τους. De lidstaten van de EU zijn nooit in oorlog geraakt met elkaar.
Τελικά ένας συμπλεκόμενος τραυματίστηκε που έπρεπε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο. Uiteindelijk was er een vechter gewond geraakt, die naar het ziekenhuis vervoerd moest worden.
Σε δευτερόλεπτα, χιλιάδες μικροσκοπικές ίνες θα συμπλέκονται με το χρώμα. In een paar seconden zullen duizenden kleine deeltjes zich met de verf verbinden.
Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «συμπλέκομαι»:
- εμπλέκομαι verstrikt raken