Tenses - moods | Passive voice | |
---|---|---|
Indicative Mood | Singular | Plural |
Present | συμπλέκομαι | συμπλεκόμαστε |
συμπλέκεσαι | συμπλέκεστε, συμπλεκόσαστε | |
συμπλέκεται | συμπλέκονται | |
Imperfect | συμπλεκόμουν(α) | συμπλεκόμαστε |
συμπλεκόσουν(α) | συμπλεκόσαστε | |
συμπλεκόταν(ε) | συμπλέκονταν | |
Aorist (simple past) | συμπλέχθηκα | συμπλεχθήκαμε |
συμπλέχθηκες | συμπλεχθήκατε | |
συμπλέχθηκε, συνεπλάκη | συμπλέχθηκαν, συμπλεχθήκαν(ε), συνεπλάκησαν | |
Perfect | έχω συμπλακεί, συμπλεχθεί, είμαι συμπλεγμένος, -η |
έχουμε συμπλακεί, συμπλεχθεί, είμαστε συμπλεγμένοι, -ες |
έχεις συμπλακεί, συμπλεχθεί, είσαι συμπλεγμένος, -η |
έχετε συμπλακεί, συμπλεχθεί, είστε συμπλεγμένοι, -ες |
|
έχει συμπλακεί, συμπλεχθεί, είναι συμπλεγμένος, -η, -ο |
έχουν συμπλακεί, συμπλεχθεί, είναι συμπλεγμένοι, -ες, -α |
|
Pluperfect | είχα συμπλακεί, συμπλεχθεί, ήμουν συμπλεγμένος, -η |
είχαμε συμπλακεί, συμπλεχθεί, ήμαστε συμπλεγμένοι, -ες |
είχες συμπλακεί, συμπλεχθεί , ήσουν συμπλεγμένος, -η |
είχατε συμπλακεί, συμπλεχθεί, ήσαστε συμπλεγμένοι, -ες |
|
είχε συμπλακεί, συμπλεχθεί, ήταν συμπλεγμένος, -η, -ο |
είχαν συμπλακεί, συμπλεχθεί, ήταν συμπλεγμένοι, -ες, -α |
|
Future (continuous) | θα συμπλέκομαι | θα συμπλεκόμαστε |
θα συμπλέκεσαι | θα συμπλέκεστε, θα συμπλεκόσαστε | |
θα συμπλέκεται | θα συμπλέκονται | |
Future (simple) | θα συμπλακώ , θα συμπλεχθώ | θα συμπλακούμε, θα συμπλεχθούμε |
θα συμπλακείς, θα συμπλεχθείς | θα συμπλακείτε, (θα συμπλεχθείτε | |
θα συμπλακεί , θα συμπλεχθεί | θα συμπλακούν(ε), θα συμπλεχθούν(ε) | |
Future Perfect | θα έχω συμπλακεί, συμπλεχθεί, θα είμαι συμπλεγμένος, -η |
θα έχουμε συμπλακεί, συμπλεχθεί, θα είμαστε συμπλεγμένοι, -ες |
θα έχεις συμπλακεί, συμπλεχθεί, θα είσαι συμπλεγμένος, -η |
θα έχετε συμπλακεί, συμπλεχθεί, θα είστε συμπλεγμένοι, -ες |
|
θα έχει συμπλακεί, συμπλεχθεί, θα είναι συμπλεγμένος, -η, -ο |
θα έχουν συμπλακεί, συμπλεχθεί, θα είναι συμπλεγμένοι, -ες, -α |
|
Subjunctive Mood | ||
Present | να συμπλέκομαι | να συμπλεκόμαστε |
να συμπλέκεσαι | να συμπλέκεστε, να συμπλεκόσαστε | |
να συμπλέκεται | να συμπλέκονται | |
Aorist | να συμπλακώ, να συμπλεχθώ | να συμπλακούμε, να συμπλεχθούμε |
να συμπλακείς, να συμπλεχθείς | να συμπλεχθείτε, να συμπλεχθείτε | |
να συμπλακεί, να συμπλεχθεί | να συμπλακούν(ε),να συμπλεχθούν(ε) | |
Perfect | να έχω συμπλακεί, συμπλεχθεί, να είμαι συμπλεγμένος, -η |
να έχουμε συμπλακεί, συμπλεχθεί, να είμαστε συμπλεγμένοι, -ες |
να έχεις συμπλακεί, συμπλεχθεί, να είσαι συμπλεγμένος, -η |
να έχετε συμπλακεί, συμπλεχθεί, να είστε συμπλεγμένοι, -ες |
|
να έχει συμπλακεί, συμπλεχθεί, να είναι συμπλεγμένος, -η, -ο |
να έχουν συμπλακεί, συμπλεχθεί, να είναι συμπλεγμένοι, -ες, -α |
|
Imperative Mood | ||
Present | -- | συμπλέκεστε |
Aorist | συμπλέξου | συμπλακείτε, συμπλεχθείτε |
Participle | ||
Present | συμπλεκόμενος | |
Perfect | συμπλεγμένος, -η, -ο | συμπλεγμένοι, -ες, -α |
Infinitive | ||
Aorist | συμπλακεί, συμπλεχθεί |
Examples with «συμπλέκομαι»:
ελληνικά | αγγλικά |
---|---|
H προκλητική συμπεριφορά τους είχε ως αποτέλεσμα να συμπλακούν οι οπαδοί των αντίπαλων ομάδων. | Their provocative attitude caused the scrimmaging of fans from competitive teams. |
Μέλη της ΕΕ δεν έχουν ποτέ συμπλακεί σε πόλεμο μεταξύ τους. | The members of the EU never have been intertwined in war together. |
Τελικά ένας συμπλεκόμενος τραυματίστηκε που έπρεπε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο. | Finally a battler who has been injured has to be transported to the hospital. |
Σε δευτερόλεπτα, χιλιάδες μικροσκοπικές ίνες θα συμπλέκονται με το χρώμα. | In a few seconds thousands of tiny particles will piece together with the paint. |
Verbs with the same conjugation as «συμπλέκομαι»:
- εμπλέκομαι | to snarl, mesh |