Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd καταγγέλλω καταγγέλλουμε, καταγγέλλομε
καταγγέλλεις καταγγέλλετε
καταγγέλλει καταγγέλλουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd κατάγγελλα, κατήγγελλα καταγγέλλαμε
κατάγγελλες, κατήγγελλες καταγγέλλατε
κατάγγελλε, κατήγγελλε κατάγγελλαν, καταγγέλλαν(ε), κατήγγελλαν
Aoristus κατάγγειλα, κατήγγειλα καταγγείλαμε
κατάγγειλες, κατήγγειλες καταγγείλατε
κατάγγειλε, κατήγγειλε κατάγγειλαν, καταγγείλαν(ε), κατήγγειλαν
Voltooid tegenwoordige tijd έχω καταγγείλει έχουμε καταγγείλει
έχεις καταγγείλει έχετε καταγγείλει
έχει καταγγείλει έχουν καταγγείλει
Voltooid verleden tijd είχα καταγγείλει είχαμε καταγγείλει
είχες αναγγείλει είχατε αναγγείλει
είχε καταγγείλει είχαν καταγγείλει
Toekomende tijd (1) θα καταγγέλλω θα καταγγέλλουμε, θα καταγγέλλομε
θα καταγγέλλεις θα καταγγέλλετε
θα καταγγέλλει θα καταγγέλλουν(ε)
αναγγείλω tijd (2) θα καταγγείλω θα καταγγείλουμε, θα καταγγείλομε
θα καταγγείλεις θα καταγγείλετε
θα καταγγείλει θα καταγγείλουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω καταγγείλει θα έχουμε καταγγείλει
θα έχεις καταγγείλει θα έχετε καταγγείλει
θα έχει καταγγείλει θα έχουν καταγγείλει
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να καταγγέλλω να καταγγέλλουμε, να καταγγέλλομε
να αναγγέλλεις να αναγγέλλετε
να αναγγέλλει να αναγγέλλουν(ε)
Aoristus να καταγγείλω να καταγγείλουμε, να καταγγείλομε
να καταγγείλεις να καταγγείλετε
να καταγγείλει να καταγγείλουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω καταγγείλει να έχουμε καταγγείλει
να έχεις καταγγείλει να έχετε καταγγείλει
να έχει καταγγείλει να έχουν καταγγείλει
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd κατάγγελλε καταγγέλλετε
Aoristus κατάγγειλε καταγγείλετε, καταγγείλτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd καταγγέλλοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας καταγγείλει
Onbepaalde wijs
Aoristus καταγγείλει
Voorbeelden met «καταγγέλλω»:
ελληνικά ολλανδικά
Κατάγγελλε στην αστυνομία ότι άγνωστοι τον λήστεψαν. Hij meldde bij de politie dat onbekenden hem beroofden.
Θα τον καταγγείλω στον προϊστάμενό του για απρεπή συμπεριφορά. Ik zal hem aanklagen bij zijn voorman voor wangedrag.
Κατήγγειλε το έγκλημα στην αστυνομία. Zij gaf de misdaad aan bij de politie.
De volgende werkwoorden worden op dezelfde manier vervoegd:
- αναγγέλλω aankondigen, meedelen
- αναστέλλω onderbreken, minderen
- παραγγέλλω bevelen
- προαναγγέλλω voorspellen, aankondigen
- συστέλλω doen krimpen, slinken
- .
Tijden - wijzen Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd καταγγέλλομαι καταγγελλόμαστε
καταγγέλλεσαι καταγγέλλεστε, καταγγελλόσαστε
καταγγέλλεται καταγγέλλονται
Onvoltooid verleden tijd καταγγελλόμουν(α) καταγγελλόμαστε, καταγγελλόμασταν
καταγγελλόσουν(α) καταγγελλόσαστε, καταγγελλόσασταν
καταγγελλόταν(ε) καταγγέλλονταν, καταγγελλόντανε, καταγγελλόντουσαν
Aoristus καταγγέλθηκα καταγγελθήκαμε
καταγγέλθηκες καταγγελθήκατε
καταγγέλθηκε καταγγέλθηκαν, καταγγελθήκαν(ε)
Tegenwoordige voltooide tijd έχω καταγγελθεί έχουμε καταγγελθεί
έχεις καταγγελθεί έχετε καταγγελθεί
έχει καταγγελθεί έχουν καταγγελθεί
Voltooid verleden tijd είχα καταγγελθεί είχαμε καταγγελθεί
είχες καταγγελθεί είχατε καταγγελθεί
είχε καταγγελθεί είχαν καταγγελθεί
Toekomende tijd (1) θα καταγγέλλομαι θα καταγγελλόμαστε
θα καταγγέλλεσαι θα καταγγέλλεστε, θα καταγγελλόσαστε
θα καταγγέλλεται θα καταγγέλλονται
Toekomende tijd (2) θα καταγγελθώ θα καταγγελθούμε
θα καταγγελθείς θα καταγγελθείτε
θα καταγγελθεί θα καταγγελθούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω καταγγελθεί θα έχουμε καταγγελθεί
θα έχεις καταγγελθεί θα έχετε καταγγελθεί
θα έχει καταγγελθεί θα έχουν καταγγελθεί
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να καταγγέλλομαι να καταγγελλόμαστε
να καταγγέλλεσαι θα καταγγέλλεστε, θα καταγγελλόσαστε
να καταγγέλλεται να καταγγέλλονται
Aoristus να καταγγελθώ να καταγγελθούμε
να καταγγελθείς να καταγγελθείτε
να καταγγελθεί να καταγγελθούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω καταγγελθεί να έχουμε καταγγελθεί
να έχεις καταγγελθεί να έχετε καταγγελθεί
να έχει καταγγελθεί να έχουν καταγγελθεί
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- --
Aoristos καταγγέλλεστε καταγγελθείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd
Voltooid tegenwoordige tijd καταγγελεμένος, -η, -ο καταγγελεμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus καταγγελθεί
Voorbeelden met «καταγγέλλομαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Η μοτοσικλέτα καταγγέλθηκε ως κλοπιμαία στις 14 Αυγούστου. De motorfiets werd als gestolen aangemeld op 14 augustus.
Εκείνος που δεν τον έχει στηρίξει θα καταγγελθεί. Degene die hem niet gesteund heeft zal aangeklaagd worden.
Μέχρι το τέλος της εβδομάδας καταγγέλλεται η σύμβαση εργασίας των εργαζομένων. Tegen het einde van de week wordt de arbeids- overeenkomst van de werknemers aan de kaak gesteld.
De volgende werkwoorden worden op dezelfde manier vervoegd:
- αναγγέλλομαι aangekondigd worden
- επαγγέλλομαι * beloven, uitoefenen
- παραγγέλλομαι gecommandeerd worden
- προαναγγέλλομαι medegedeeld worden
 * το επάγγελμα = het beroep