Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd ακούω ακούουμε
ακούς ακούτε
ακούει ακούν(ε)
Onvoltooid verleden tijd άκουγα ακούγαμε
άκουγες ακούγατε
άκουγε άκουγαν, ακούγαν(ε)
Aoristus άκουσα ακούσαμε
άκουσες ακούσατε
ακούσατε άκουσαν, ακούσαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω ακούσει έχουμε ακούσει
έχεις ακούσει έχετε ακούσει
έχει ακούσει έχουν ακούσει
Voltooid verleden tijd είχα ακούσει είχαμε ακούσει
είχες ακούσει είχατε ακούσει
είχε ακούσει είχαν ακούσει
Toekomende tijd (1) θα ακούω θα ακούμε
θα ακούς θα ακούτε
θα ακούει θα ακούν(ε)
Toekomende tijd (2) θα ακούσω θα ακούσουμε, θα ακούσομε
θα ακούσεις θα ακούσετε
θα ακούσει θα ακούσουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω ακούσει θα έχουμε ακούσει
θα έχεις ακούσει θα έχετε ακούσει
θα έχει ακούσει θα έχουν ακούσει
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να ακούω να ακούομε
να ακούς να ακούτε
να ακούει να ακούν(ε)
Aoristus να ακούσω να ακούσουμε, να ακούσομε
να ακούσεις να ακούσετε
να ακούσει να ακούσουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω ακούσει να έχουμε ακούσει
να έχεις ακούσει να έχετε ακούσει
να έχει ακούσει να έχουν ακούσει
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd άκου, άκουγε ακούτε
Aoristus άκουσε ακούστε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd ακούγοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας ακούσει
Onbepaalde wijs
Aoristus ακούσει
Voorbeelden met «ακούω»

«ακούω» wordt gebruikt als we iets horen, ergens aandacht aan schenken of ergens naar luisteren:

ελληνικός ολλανδός
Δεν σ'ακούει κανείς. Niemand kan je horen.
Έχεις δίκιο κι εγώ τώρα κάτι άκουσα Je hebt gelijk, nu heb ik ook wat gehoord.
Πόσες φορές το έχουμε ακούσει αυτό. Hoe vaak hebben we dit al gehoord.
Θα μπορούσα να ακούσω λίγο από την μουσική σου; Mag ik wat van je muziek horen?
Έπρεπε να τον άκουγες, όταν το διάβασε. Je had hem moeten horen, toen hij het gelezen had.
Ακουσέ με, και άκουσέ με προσεκτικά. Luister goed naar me.
Κάνε ησυχία σε παρακαλώ, ακούω ραδιόφωνο. Wees alstublieft stil, ik luister naar de radio.
Αν μας άκουγε, θα τον είχαμε σώσει. Als hij naar ons had geluisterd, hadden we hem gered.
Να ακούσει τις συμβουλές της μητέρας σου. Luister naar je moeders' advies.
Θα άκουγα το αφεντικό σου αν θέλεις να δουλέψεις αύριο. Ik zou naar mijn baas luisteren, als je morgen wil werken.
Πέρασα ώρες ακούγοντας την ιστορία της. Er gingen uren voorbij met het luisteren naar haar verhaal.

«ακούω» wordt ook gebruikt als we iets vernemen of te horen krijgen:

ελληνικά ολλανδικά
Λυπάμαι που το ακούω. Dat spijt me te horen.
Ακούσατε για τον σεισμό στην Ιαπωνία; Heeft u van de aardbeving in Japan gehoord (vernomen)?
Έχω ακούσει τίποτα από αυτόν. Ik heb niets van hem vernomen (gehoord).
Είμαι σίγουρη πως θα' ταν χαρούμενος να το άκουγε. Ik ben er zeker van dat hij blij was het te horen (vernemen).
Αν ακούσω κάποια είδηση θα σας ενημερώσω. Als ik enig nieuws hoor (verneem) zal ik u inlichten.
De volgende werkwoorden worden op dezelfde manier vervoegd:
- βαριακούω slechthorend zijn
- παρακούω ongehoorzaam zijn, slecht horen
- υπακούω gehoorzamen
Tijden - wijzen Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd ακούγομαι ακουγόμαστε
ακούγεσαι ακούγεστε, ακουγόσαστε
ακούγεται ακούγονται
Onvoltooid verleden tijd ακουστήκαν(ε) ακουγόμαστε, ακουγόμασταν
ακουγόσουν(α) ακουγόσαστε, ακουγόσασταν
ακουγόταν(ε) ακούγονταν, ακουγόντανε, ακουγόντουσαν
Aoristus ακούστηκα ακουστήκαμε
ακούστηκες ακούστηκες
ακούστηκε ακουστήκαν(ε)
Tegenwoordige voltooide tijd έχω ακουστεί έχουμε ακουστεί
έχεις ακουστεί έχετε ακουστεί
έχει ακουστεί έχουν ακουστεί
Voltooid verleden tijd είχα ακουστεί είχαμε ακουστεί
είχες ακουστεί είχατε ακουστεί
είχε ακουστεί είχαν ακουστεί
Toekomende tijd (1) θα ακούγομαι θα ακουγόμαστε
θα ακούγεσαι θα ακούγεστε, θα ακουγόσαστε
θα ακούγεται θα ακούγονται
Toekomende tijd (2) θα ακουστώ θα ακουστούμε
θα ακουστείς θα ακουστείτε
θα ακουστεί θα ακουστούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω ακουστεί θα έχουμε ακουστεί
θα έχεις ακουστεί θα έχετε ακουστεί
θα έχει ακουστεί θα έχουν ακουστεί
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να ακούγομαι να ακουγόμαστε
να ακούγεσαι να ακούγεστε, να ακουγόσαστε
να ακούγεται να ακούγονται
Aoristus να ακουστώ να ακουστούμε
να ακουστείς να ακουστείτε
να ακουστεί να ακουστούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω ακουστεί να έχουμε ακουστεί
να έχεις ακουστεί να έχετε ακουστεί
να έχει ακουστεί να έχουν ακουστεί
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd
Aoristos ακούγεστε ακουστείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd
Voltooid tegenwoordige tijd ακουσμένος, -η, -ο ακουσμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus ακουστεί
Voorbeelden met «ακούγομαι»
ελληνικά ολλανδικά
Ξέρω πως ακούγεται τρελό, αλλά άκουσέ με. Ik weet dat het gek klinkt, maar luister naar me.
Δεν ακούγεστε Αμερικάνα. U klinkt niet Amerikaans.
Όσα είπε ακούστηκαν παράξενα. Wat hij zei klonk vreemd.
Αυτό ακούγεται σαν μία καλή ιδέα. Dat lijkt (klinkt als) me een goed idee.
Οι κραυγές της ακουγόταν σ'όλη την πόλη. Haar geschreeuw werd in de hele stad gehoord.
Είναι πόσο σκληρό ακούγεται αυτό. Het is hard als je dat te horen krijg.
 «ακούγομαι» is gehoord worden, maar ook klinken