Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd παίρνω παίρνουμε, παίρνομε
παίρνεις παίρνετε
παίρνει παίρνουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd έπαιρνα παίρναμε
έπαιρνες έπαιρνες
έπαιρνε έπαιρναν, παίρναν(ε)
Aoristus πήρα πήραμε
πήρες πήρατε
πήρε πήραν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω πάρει έχουμε πάρει
έχεις πάρει έχετε πάρει
έχει πάρει έχουν πάρει
Voltooid verleden tijd είχα πάρει είχαμε βρπάρειει
είχες πάρει είχατε πάρει
είχε πάρει είχαν πάρει
Toekomende tijd (1) θα παίρνω θα παίρνουμε, θα παίρνομε
θα παίρνεις θα παίρνετε
θα παίρνει θα παίρνουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα πάρω θα πάρουμε, θα πάρομε
θα πάρεις θα πάρετε
θα πάρει θα πάρουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω πάρει θα έχουμε πάρει
θα έχεις πάρει θα έχετε πάρει
θα έχει πάρει θα έχουν πάρει
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να παίρνω να παίρνουμε, να παίρνομε
να παίρνεις να παίρνετε
να παίρνει να παίρνουν(ε)
Aoristus να πάρω να πάρουμε, να παρομε
να πάρεις να πάρετε
να πάρει να πάρουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω πάρει να έχουμε πάρει
να έχεις πάρει να έχετε πάρει
να έχει πάρει να έχουν πάρει
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd παίρνε παίρνετε
Aoristus πάρε πάρτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd παίρνοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας πάρει
Onbepaalde wijs
Aoristus πάρει
παίρνω» is een werkwoord met vele betekenissen zoals bv:
  • iets in de hand nemen, om vast te houden, om te gebruiken, mee te nemen
  • iets van de ene naar de andere plek te verplaatsen
ελληνικά ολλανδικά
Πήρε το μαχαίρι κι έκοψε μια φέτα ψωμί. Hij nam het mes en sneed een snee brood.
Πάρε την αλοιφή από την τσάντα μου και βάλε λίγη στο πρόσωπό σου. Neem de zalf uit mijn tas, en smeer een beetje op je gezicht.
Πήρε στην αγκαλιά της το παιδί και το παρηγόρησε. Ze omarmde het kind en troostte het.
Σηκώθηκε, πήρε την ομπρέλα της κι έφυγε. Ze stond op nam haar paraplu en vertrok.
Πήρες μαζί σου την ταυτότητά σου; Breng je je identiteitskaart mee?
Πάρτε τη βαλίτσα από το διάδρομο! Neemt u de koffer van de band!
παίρνω» wordt gebruikt :
  • als we een geschenk krijgen of van iemand iets ontvangen
  • als we iets iets verdienen, winnen of vorderen
ελληνικά ολλανδικά
Mου πήρε ένα χρυσό ρολόι. Ik kreeg een gouden horloge (van hem).
Ναι, πήρα το δέμα χτες. Ja, ik heb het pakket gisteren ontvangen.
Τι θα μου πάρεις από το Παρίσι. Wat zal je voor me meebrengen uit Parijs
Πήρα το δώρο, που μου στείλατε, και σας ευχαριστώ. Ik ontving het geschenk dat u me stuurde en ik dank u.
Mπορεί να μην κερδίζει πολλά στο προπό αλλά κάθε τόσο κάτι παίρνει. Je kunt niet veel winnen in de voetbalpool, maar vaak iets is meegenomen.
Πόσα παίρνεις το μήνα. Hoeveel verdien je per maand.
Aπό τα ενοίκια παίρνει εκατό χιλιάδες το μήνα. Uit de verhuuropbrengsten vordert hij honderd duizend per maand.
παίρνω» wordt gebruikt bij:
  • de opname van geld en afsluiten van kredieten
  • het toe-eigenen van iets, zoals stelen
  • het gebruik van bepaalde vervoersmiddelen
ελληνικά ολλανδικά
Πήρα από την τράπεζα ένα εκατομμύριο για τις πληρωμές του προσωπικού. Ik nam een miljoen euro van de bank voor betalingen van het personeel.
Μου πήραν το πορτοφόλι μου. Ze namen mij mijn portemonnee af.
Διέρρηξαν το σπίτι μας και μας πήραν εκατό χιλιάδες. Er werd in ons huis ingebroken en er werd honderd duizend euro weggenomen.
Tου πήραν το αυτοκίνητο μέσα από το γκαράζ. Zijn auto werd gestolen uit de garage.
Aν πάρεις το πρωινό τρένο θα φτάσεις πριν από το μεσημέρι. Als je de ochtend trein neemt kom je tegen de middag aan.
Ποιο λεωφορείο παίρνουμε για το σπίτι σου; Welke bus nemen we naar je huis?
παίρνω» wordt gebruikt bij:
  • iemand begeleiden of iemand afhalen
  • een huwelijk, ten huwelijk geven of een relatie
ελληνικά ολλανδικά
Mη με αφήνεις μόνο, πάρε με μαζί σου. Laat me niet alleen, neem me met je mee.
Είμαστε στο σταθμό, θα 'ρθεις να μας πάρεις; We zijn op het station, kom je ons afhalen?
Πήραν πολλούς στο δημόσιο τα τελευταία χρόνια. Ze werden veel in het openbaar gezien de afgelopen jaren.
Tόσα χρόνια είχαν δεσμό αλλά στο τέλος δεν την πήρε. Vele jaren hadden zij een relatie, maar uiteindelijk nam (trouwde) hij haar niet.
Πήρε ένα συγχωριανό της. Zij nam (trouwde) een dorpsgenoot.
Diverse andere toepassingen met παίρνω»:
ελληνικά ολλανδικά
θα πάρεις τον τρίτο δρόμο αριστερά. Je moet de derde straat links afslaan.
Κάναμε οτοστόπ και μας πήρε ένας. We waren aan het liften en iemand nam ons mee.
Πάρε το χέρι σου από κει! Neem je hand daar weg!
Πόσα άτομα παίρνει το αυτοκίνητό σου; Hoeveel personen passen in je auto.
Ένα μεγάλο βαρέλι, θα παιρνε πεντακόσια λίτρα. Een groot vat zal vijfhonderd liter bevatten.
Το σχέδιο αρχίζει να παίρνει συγκεκριμένη μορφή. Het project begint vaste vormen aan te nemen.
Όσο πιο πολλά παίρνει, τόσο πιο πολλά θέλει. Hoe meer men krijgt, hoe meer men wil.
Τι θα πάρει για να πεισθείς; Wat kost het om hem te overtuigen?
Πόση ώρα θα μας πάρει να το φτιάξουμε; Hoelang zal het ons kosten het te repareren?
Θα μου πάρει τρεις μέρες μέχρι να το τελειώσω. Het zal me drie dagen kosten totdat ik het af heb.
Πέρασε η σπιτονοικοκυρά να πάρει το νοίκι. De krantenjongen kwam langs om het geld te incasseren.
Μην αγοράσεις αυτό επειδή δεν θα πάρει αξία, αντίθετα θα χάσει. Koop dat niet, want de waarde zal niet omhoog gaan maar dalen.
Πήρα τρία κιλά στις διακοπές. Ik was drie kilo aangekomen in de vakantie.
Πρέπει να πάρω μέτρα πριν κόψω το ξύλο. Ik moet de maat nemen alvorens het hout te snijden (zagen).
H πέτρα τον πήρε στο κεφάλι. De steen raakte hem op het hoofd.
Tης πήραν το μωρό με καισαρική. Ze kreeg de baby met de keizersnede.
Mια φορά με πήρε στο τάβλι και παινεύεται. Ooit won hij van me met backgammon en was trots op zichzelf.
Πρέπει να τους πάρουμε εκτός έδρας, για να προκριθούμε. We moeten hen overspelen, om ons te kwalificeren.
Tijden - wijzen Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd παίρνομαι παιρνόμαστε
παίρνεσαι παίρνεστε, παιρνόσαστε
παίρνεται παίρνονται
Onvoltooid verleden tijd παιρνόμουν(α) παιρνόμαστε, παιρνόμασταν
παιρνόσουν(α) παιρνόσαστε, παιρνόσασταν
παιρνόταν(ε) παίρνονταν, παιρνόντανε, παιρνόντουσαν
Aoristus πάρθηκα παρθήκαμε
πάρθηκες παρθήκατε
πάρθηκε πάρθηκαν, παρθήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω πάρθηκε, είμαι παρμένος, -η έχουμε παρθεί, είμαστε παρμένοι, -ες
έχεις παρθεί, είσαι παρμένος, -η έχετε παρθεί, είστε παρμένοι, -ες
έχει παρθεί, είναι παρμένος, -η, -ο έχουν παρθεί, είναι παρμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα παρθεί, ήμουν παρμένος, -η είχαμε παρθεί, ήμαστε παρμένοι, -ες
είχες παρθεί, ήσουν παρμένος, -η είχατε παρθεί, ήσαστε παρμένοι, -ες
είχε παρθεί, ήταν παρμένος, -η, -ο είχαν παρθεί, ήταν παρμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα παίρνομαι θα παιρνόμαστε
θα παίρνεσαι θα παίρνεστε, θα παιρνόσαστε
θα παίρνεται θα παίρνονται
Toekomende tijd (2) θα παρθώ θα παρθούμε
θα παρθείς θα παρθείτε
θα παρθεί θα παρθούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω παρθεί, θα είμαι παρμένος, -η θα έχουμε παρθεί, θα είμαστε παρμένοι, -ες
θα έχεις παρθεί, θα είσαι παρμένος, -η θα έχετε παρθεί, θα είστε παρμένοι, -ες
θα έχει παρθεί, θα είναι παρμένος, -η, -ο θα έχουν παρθεί, θα είναι παρμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να παίρνομαι(ε) να παιρνόμαστε
να παίρνεσαι να παίρνεστε, να παιρνόσαστε
να παίρνεται να παίρνονται
Aoristus να παρθώ να παρθούμε
να παρθείς να παρθείτε
να παρθεί να παρθούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω παρθεί, να είμαι παρμένος, -η να έχουμε παρθεί, να είμαστε παρμένοι, -ες
να έχεις παρθεί, να είσαι παρμένος, -η να έχετε παρθεί, να είστε παρμένοι, -ες
να έχει παρθεί, να είναι παρμένος, -η, -ο να έχουν παρθεί, να είναι παρμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- παίρνεστε
Aoristus πάρου παρθείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd --
Voltooid tegenwoordige tijd παρμένος, -η, -ο παρμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus παρθεί
«παίρνομαι» wordt o.a. gebruikt:
ελληνικά ολλανδικά
Πάρθηκαν σημαντικές αποφάσεις. Er vielen cruciale beslissingen.
Θα ήθελα να γνωρίζω ποια μέτρα θα παρθούν από την Επιτροπή Ik zou graag willen weten welke maatregels de Commissie gaat nemen.
Αυτά τα όπλα παρθήκαν από δύο δικούς σας. Deze wapens zijn van uw mensen afgenomen.
Νωρίτερα σήμερα, δείγμα DNA πάρθηκε από μια γυναίκα. Eerder vandaag is er een DNA monster afgenomen van een vrouw.
Η απόφαση πρέπει να παρθεί σύντομα. De beslissing moet snel genomen worden.
Αυτή η απόφαση πάρθηκε πριν από μισό χρόνο και ήδη ισχύει. Dat besluit is een half jaar geleden genomen en geldt eigenlijk nu al.
Ήταν ένα ρίσκο, που άξιζε να παρθεί. Het was het genomen risico waard.
Αυτές οι φωτογραφίες πάρθηκαν στους τόπους των δύο θανάτων. Deze foto's zijn ter plaatse van de twee doden genomen.
Εκατομμύρια γυναίκες θα ήθελαν να παρθούν μαζί σου! Miljoenen vrouwen zouden graag met je gaan!
Πάρθηκε μια απόφαση, προχθές, η οποία είναι στη σωστή κατεύθυνση. Eergisteren is er een besluit genomen dat de goede kant op gaat.
Αφού η κρίση έχει παρθεί, αυτή διακόπτει στη φυλακή. Als het vonnis geveld is verdaagt ze in de gevangenis.