Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd λέω, λέγω λέμε, λέγομε, λέγουμε
λες, λέγεις λέτε, λέγετε
λέει, λέγει λένε, λεν, λέγουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd έλεγα λέγαμε
έλεγες λέγατε
έλεγε έλεγαν, λέγαν(ε)
Aoristus είπα είπαμε
είπες είπατε
είπε είπαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω πει έχουμε πει
έχεις πει έχετε πει
έχει πει έχουν πει
Voltooid verleden tijd είχα πει είχαμε πει
είχες πει είχατε πει
είχε πει είχαν πει
Toekomende tijd (1) θα λέω, θα λέγω θα λέμε, θα λέγουμε, θα λέγομε
θα λες, θα λέγεις θα λετε, θα λέγετε
θα λέει θα λένε, θα λεν, θα λέγουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα πω, θα είπω θα πούμε
θα πεις θα πεις
θα πει θα πουν, θα πούνε
Voltooid toekomende tijd θα έχω πει θα έχουμε πει
θα έχεις πει θα έχετε πει
θα έχει πει θα έχουν πει
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να λέω, να λέγω να λέμε, να λέγουμε, να λέγομε>
να λες να λέτε
να λέει να λέει
Aoristus να πω να πούμε
να πεις να πείτε
να πει να πούν
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω πει να έχουμε πει
να έχεις πει να έχετε πει
να έχει πει να έχουν πει
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd λέγε λέγετε, λέτε
Aoristus πες πείτε, πέστε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd λέγοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας πει
Onbepaalde wijs
Aoristus πει
Het gebruik van «λέω»
ελληνικά ολλανδικά
Όταν λες κάτι, μιλάς! Wanneer je iets zegt, spreek je!
Αυτή μάς έλεγε αξέχαστες ιστορίες. Zij vertelde ons onvergetelijke verhalen.
Θέλω να μου πεις πώς λύνεται αυτό το πρόβλημα στα μαθήματα. Ik wil dat je me zegt hoe dat probleem in de lessen wordt opgelost.
Όταν λέμε τα πράγματα με τ’όνομά τους, μας λέγεται ρεαλιστικό. Als we de dingen bij de naam noemen, worden we realistisch genoemd.
Υπάρχει πιθανότητα να λέγαμε όχι. Er bestaat een kans dat we nee zeggen.
Tijden - wijzen Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd λέγομαι λεγόμαστε
λέγεσαι λέγεστε, λεγόσαστε
λέγεται λέγονται
Onvoltooid verleden tijd λεγόμουν(α) λεγόμαστε, λεγόμασταν
λεγόσουν(α) λεγόσαστε, λεγόσασταν
λεγόταν(ε) λέγονταν, λεγόντανε, λεγόντουσαν
Aoristus ειπώθηκα, λέχθηκα ειπωθήκαμε, λεχθήκαμε
ειπώθηκες, λέχθηκες ειπωθήκατε, λεχθήκατε
ειπώθηκε, λέχθηκε ειπώθηκαν, ειπωθήκαν(ε),
λέχθηκαν, λεχθήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω ειπωθεί, έχω λεχθεί,
είμαι ειπωμένος, -η
έχουμε ειπωθεί, έχουμε λεχθεί,
είμαστε ειπωμένοι, -ες
έχεις ειπωθεί, έχεις λεχθεί,
είσαι ειπωμένος, -η
έχετε ειπωθεί, έχετε λεχθεί,
είστε ειπωμένοι, -ες
έχει ειπωθεί, έχει λεχθεί,
είναι ειπωμένος, -η, -ο
έχουν ειπωθεί, έχουν λεχθεί,
είναι ειπωμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα ειπωθεί, είχα λεχθεί,
ήμουν ειπωμένος, -η
είχαμε ειπωθεί, είχα λεχθεί,
ήμαστε ειπωμένοι, -ες
είχες ειπωθεί, είχες λεχθεί,
ήσουν ειπωμένος, -η
είχατε ειπωθεί, είχατε λεχθεί,
ήσαστε ειπωμένοι, -ες
είχε ειπωθεί, είχε λεχθεί,
ήταν ειπωμένος, -η, -ο
είχαν ειπωθεί, είχαν λεχθεί,
ήταν ειπωμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα λέγομαι θα λεγόμαστε
θα λέγεσαι θα λέγεστε, θα λεγόσαστε
θα λεγεται θα λέγονται
Toekomende tijd (2) θα ειπωθώ, θα λεχθώ θα ειπωθούμε, θα λεχθούμε
θα ειπωθείς, θα λεχθείς θα ειπωθείτε, θα λεχθείτε
θα ειπωθεί, θα λεχθεί θα ειπωθούν(ε), θα λεχθούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω ειπωθεί, θα έχω λεχθεί,
θα είμαι ειπωμένος, -η
θα έχουμε ειπωθεί, θα έχουμε λεχθεί,
θα ήμαστε ειπωμένοι, -ες
θα έχεις ειπωθεί, θα έχεις λεχθεί,
θα είσαι ειπωμένος, -η
θα έχετε ειπωθεί, θα έχετε λεχθεί,
θα είστε ειπωμένοι, -ες
θα έχει ειπωθεί, θα έχει λεχθεί,
θα είναι ειπωμένος, -η, -ο
θα έχουν ειπωθεί, θα έχουν λεχθεί,
θα είναι ειπωμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να λέγομαι να λεγόμαστε
να λέγεσται να λέγεστε, λεγόσαστε
να λέγεται να λέγονται
Aoristus να ειπωθώ, λεχθώ να ειπωθούμε, λεχυούμε
να ειπωθείς, λεχθείς να ειπωθείτε, λεχθείτε
να ειπωθεί, λεχθεί να ειπωθούν(ε), λεχυούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω ειπωθεί, να έχω λεχθεί,
να είμαι ειπωμένος, -η
να έχουμε ειπωθεί, να έχουμε λεχθεί,
να ήμαστε ειπωμένοι, -ες
να έχεις ειπωθεί, να έχεις λεχθεί,
να είσαι ειπωμένος, -η
να έχετε ειπωθεί, να έχετε λεχθεί,
να είστε ειπωμένοι, -ες
να έχει ειπωθεί, να έχει λεχθεί,
να είναι ειπωμένος, -η, -ο
να έχουν ειπωθεί, να έχουν λεχθεί,
να είναι ειπωμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- λέγεστε
Aoristus -- ειπωθείτε, λεχθείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd λεγόμενος, -η, -ο λεγόμενοι, -ες, α
Voltooid tegenwoordige tijd ειπωμένος, -η, -ο ειπωμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus ειπωθεί, λεχθεί
Het gebruik van «λέγομαι»
ελληνικά ολλανδικά
Το είχε ειπωθεί πότε έφυγα. Het werd gezegd toen ik was vertrokken.
Λεγόμαστε ρεαλιστικό, όταν λέμε τα πράγματα με τ’όνομά τους. We worden realistisch genoemd, als we de dingen bij hun naam noemen.
Ειπώθηκε οτί ήταν υποψήφιος στις επόμενες εκλογές. Er werd gezegd dat hij kandidaat was bij de volgende verkiezingen
Λέγεται ότι η ελληνική γλώσσα είναι δύσκολη. Er wordt gezegd dat de griekse taal moeilijk is.
Το χρησιμοποιείται στις λεγόμενες χώρες του τρίτου κόσμου. Het wordt gebruikt in de zogenaamde derde wereld landen.