Present |
λέγομαι |
λεγόμαστε |
λέγεσαι |
λέγεστε, λεγόσαστε |
λέγεται |
λέγονται |
Imperfect |
λεγόμουν(α) |
λεγόμαστε, λεγόμασταν |
λεγόσουν(α) |
λεγόσαστε, λεγόσασταν |
λεγόταν(ε) |
λέγονταν, λεγόντανε, λεγόντουσαν |
Aorist |
ειπώθηκα, λέχθηκα |
ειπωθήκαμε, λεχθήκαμε |
ειπώθηκες, λέχθηκες |
ειπωθήκατε, λεχθήκατε |
ειπώθηκε, λέχθηκε |
ειπώθηκαν, ειπωθήκαν(ε), λέχθηκαν, λεχθήκαν(ε) |
Perfect |
έχω ειπωθεί, έχω λεχθεί, είμαι ειπωμένος, -η |
έχουμε ειπωθεί, έχουμε λεχθεί, είμαστε ειπωμένοι, -ες |
έχεις ειπωθεί, έχεις λεχθεί, είσαι ειπωμένος, -η |
έχετε ειπωθεί, έχετε λεχθεί, είστε ειπωμένοι, -ες |
έχει ειπωθεί, έχει λεχθεί, είναι ειπωμένος, -η, -ο |
έχουν ειπωθεί, έχουν λεχθεί, είναι ειπωμένοι, -ες, -α |
Plusperfect |
είχα ειπωθεί, είχα λεχθεί, ήμουν ειπωμένος, -η |
είχαμε ειπωθεί, είχα λεχθεί, ήμαστε ειπωμένοι, -ες |
είχες ειπωθεί, είχες λεχθεί, ήσουν ειπωμένος, -η |
είχατε ειπωθεί, είχατε λεχθεί, ήσαστε ειπωμένοι, -ες |
είχε ειπωθεί, είχε λεχθεί, ήταν ειπωμένος, -η, -ο |
είχαν ειπωθεί, είχαν λεχθεί, ήταν ειπωμένοι, -ες, -α |
Future (continuous) |
θα λέγομαι |
θα λεγόμαστε |
θα λέγεσαι |
θα λέγεστε, θα λεγόσαστε |
θα λεγεται |
θα λέγονται |
Future (simple) |
θα ειπωθώ, θα λεχθώ |
θα ειπωθούμε, θα λεχθούμε |
θα ειπωθείς, θα λεχθείς |
θα ειπωθείτε, θα λεχθείτε |
θα ειπωθεί, θα λεχθεί |
θα ειπωθούν(ε), θα λεχθούν(ε) |
Future Pertfect |
θα έχω ειπωθεί, θα έχω λεχθεί, θα είμαι ειπωμένος, -η |
θα έχουμε ειπωθεί, θα έχουμε λεχθεί, θα ήμαστε ειπωμένοι, -ες |
θα έχεις ειπωθεί, θα έχεις λεχθεί, θα είσαι ειπωμένος, -η |
θα έχετε ειπωθεί, θα έχετε λεχθεί, θα είστε ειπωμένοι, -ες |
θα έχει ειπωθεί, θα έχει λεχθεί, θα είναι ειπωμένος, -η, -ο |
θα έχουν ειπωθεί, θα έχουν λεχθεί, θα είναι ειπωμένοι, -ες, -α |
Subjunctive Mood |
|
Present |
να λέγομαι |
να λεγόμαστε |
να λέγεσται |
να λέγεστε, λεγόσαστε |
να λέγεται |
να λέγονται |
Aorist |
να ειπωθώ, λεχθώ |
να ειπωθούμε, λεχυούμε |
να ειπωθείς, λεχθείς |
να ειπωθείτε, λεχθείτε |
να ειπωθεί, λεχθεί |
να ειπωθούν(ε), λεχυούν(ε) |
Perfect |
να έχω ειπωθεί, να έχω λεχθεί, να είμαι ειπωμένος, -η |
να έχουμε ειπωθεί, να έχουμε λεχθεί, να ήμαστε ειπωμένοι, -ες |
να έχεις ειπωθεί, να έχεις λεχθεί, να είσαι ειπωμένος, -η |
να έχετε ειπωθεί, να έχετε λεχθεί, να είστε ειπωμένοι, -ες |
να έχει ειπωθεί, να έχει λεχθεί, να είναι ειπωμένος, -η, -ο |
να έχουν ειπωθεί, να έχουν λεχθεί, να είναι ειπωμένοι, -ες, -α |
Imperative Mood |
|
Present |
-- |
λέγεστε |
Aorist |
-- |
ειπωθείτε, λεχθείτε |
Participle |
|
Present |
λεγόμενος, -η, -ο |
λεγόμενοι, -ες, α |
Perfect |
ειπωμένος, -η, -ο |
ειπωμένοι, -ες, -α |
Infinitive |
|
Aorist |
ειπωθεί, λεχθεί |