Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd μπαίνω μπαίνουμε, μπαίνομε
μπαίνεις μπαίνετε
μπαίνει μπαίνουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd έμπαινα μπαίναμε
έμπαινες μπαίνατε
έμπαινε έμπαιναν, μπαίναν(ε)
Aoristus μπήκα μπήκαμε
μπήκες μπήκατε
μπήκε μπήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω μπεί,
(είμαι μπασμένος, -η)
έχουμε μπεί,
(είμαστε μπασμένοι, -ες)
έχεις μπεί,
(είσαι μπασμένος, -η)
έχετε μπεί,
(είστε μπασμένοι, -ες)
έχει μπεί,
είναι μπασμένος, -η, -ο)
έχουν μπεί,
(είναι μπασμένοι, -ες, -α)
Voltooid verleden tijd είχα μπεί,
(ήμουν μπασμένος, -η)
είχαμε μπεί,
(ήμαστε μπασμένοι, -ες)
είχες μπεί,
(ήσουν μπασμένος, -η)
είχατε μπεί,
(ήσαστε μπασμένοι, -ες)
είχε μπεί,
(ήταν μπασμένος, -η, -ο)
είχαν μπεί,
(ήταν μπασμένοι, -ες, -α)
Toekomende tijd (1) θα μπαίνω θα μπαίνουμε
θα μπαίνεις θα μπαίνετε
θα μπγαίνει θα μπγαίνουν
Toekomende tijd (2) θα μπω θα μπούμε
θα μπείς θα μπείτε
θα μπεί θα μπούν
Voltooid toekomende tijd θα έχω μπεί,
(θα είμαι μπασμένος, -η)
θα έχουμε μπεί,
(θα είμαστε μπασμένοι, -ες)
θα έχεις μπεί,
(θα είσαι μπασμένος, -η)
θα έχετε μπεί,
(θα είστε μπασμένοι, -ες, -ο)
θα έχει μπεί,
(θα είναι μπασμένος, -η, -ο)
θα έχουν μπεί,
(θα είναι μπασμένοι, -ες, -α)
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να μπαίνω να μπαίνουμε
να μπαίνεις να μπαίνετε
να μπαίνει να μπαίνουν
Aoristus να μπω να μπούμε
να μπείς να μπείτε
να μπεί να μπούν
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω μπεί,
(να είμαι μπασμένος, -η)
να έχουμε μπεί,
(να είμαστε μπασμένοι, -ες)
να έχεις μπεί,
(να είσαι μπασμένος, -η)
να έχετε μπεί,
(να είστε μπασμένοι, -ες)
να έχει μπεί,
(να είναι μπασμένος, -η, -ο)
να έχουν μπεί,
(να είναι μπασμένοι, -ες, -α)
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd μπαίνε μπαίνετε
Aoristos μπες, έμπα μπείτε
deelwoord
Voltooid tegenwoordige tijd μπασμένος, -η, -ο μπασμένοι, -ες, -α
Passief deelwoord *
Tegenwoordige tijd μπαίνοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας μπει - (όντας μπασμένος)
Onbepaalde wijs
Aoristus μπεί
 

* Dit is een zelfstandig gebruikte vorm van een werkwoord, bv. het lopen. In het Engels wordt het de Gerund genoemd (de -ing vorm)

Voorbeelden met «μπαίνω» (met verschillende betekenissen)
ελληνικά ολλανδικά
Μπαίνεις μέσα και τότε σου λένε ότι είσαι τρελός. Je komt binnen en dan zeggen ze dat je gek bent.
Μπήκε στο πρόγραμμα και άρχισε να εργάζεται. Hij logde in in het programma en begon met werken.
Δεν μπήκε στον κόπο να απαντήσει στο μήνυμα. Hij nam niet de moeite om het bericht te beantwoorden.
Αυτή η λέξη μπήκε στη γλώσσα μας από τα αγγλικά. Dit woord werd in onze taal ingevoerd uit het Engels.
H οικονομία της χώρας μπήκε σε νέα φάση. De economie van het land kwam in een andere fase.
Tο τραπεζομάντιλο μπαίνει πάνω στο τραπέζι. Het tafelkleed ligt op de tafel.
έμπαινε το τελευταίο σουτ, ο αγώνας θα πήγαινε στην παράταση. Na het laatste schot ging de wedstrijd in de verlenging.
Μπήκε στη ζωή της ένας μεγάλος έρωτας και την άλλαξε τελείως. Haar overkwam in haar leven een grote liefde, die haar volledig veranderde.
Tο κλειδί δεν μπαίνει στην κλειδαρότρυπα. De sleutel past niet in het sleutelgat.
Στον Νοέμβριο άρχιζε να βραδιάζουνται νωρίς κι μπαίνει το σκοτάδι μέσα γρήγορα. In november begint het vroeg donker te worden en valt de duisternis snel in.