Tijden - wijzen Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd μαίνομαι μαινόμαστε
μαίνεσαι μαίνεστε, μαινόσαστε
μαίνεται μαίνοντα
Onvoltooid verleden tijd μαινόμουν(α) μαινόμαστε, μαινόμασταν
μαινόσουν(α) μαινόσαστε, μαινόσασταν
μαινόταν(ε) μαίνονταν, μαινόντανε, μαινόντουσαν
Aoristus μάνθηκα μανθήκαμε
μάνθηκες μανθήκατε
μάνθηκε μάνθηκαν, μανθήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω μανθεί, είμαι μασμένος, -η έχουμε μανθεί, είμαστε μασμένοι, -ες
έχεις μανθεί, είσαι μασμένος, -η ί έχετε μανθεί, είστε μασμένοι, -ες
έχει μανθεί, είναι μασμένος, -η, -ο έχουν μανθεί, είναι μασμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα μανθεί, ήμουν μασμένος, -η είχαμε μανθεί, ήμαστε μασμένοι, -ες
είχες μανθεί, ήσουν μασμένος, -η είχατε μανθεί, ήσαστε μασμένοι, -ες
είχε μανθεί, ήταν μασμένος, -η, -ο είχαν μανθεί, ήταν μασμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα μαίνομαι θα μαινόμαστε
θα μαίνεσαι θα μαίνεστε, θα μαινόσαστε
θα μαίνεται θα μαίνονται
Toekomende tijd (2) θα μανθώ θα μανθούμε
θα μανθείς θα μανθείτε
θα μανθεί θα μανθούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω μανθεί, θα είμαι μασμένος, -η θα έχουμε μανθεί, θα είμαστε μασμένοι, -ες
θα έχεις μανθεί, θα είσαι μασμένος, -η ί θα έχετε μανθεί, θα είστε μασμένοι, -ες
θα έχει μανθεί, θα είναι μασμένος, -η, -ο θα έχουν μανθεί, θα είναι μασμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να μαίνομαι να μαινόμαστε
να μαίνεσαι να μαίνεστε, να μαινόσαστε
να μαίνεται να μαίνονται
Aoristus να μανθώ να μανθούμε
να μανθείς ναμ μανθείτε
να μανθεί να μανθούν
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω μανθεί, να είμαι μασμένος, -η να έχουμε μανθεί, να είμαστε μασμένοι, -ες
να έχεις μανθεί, να είσαι μασμένος, -η ί να έχετε μανθεί, να είστε μασμένοι, -ες
να έχει μανθεί, να είναι μασμένος, -η, -ο να έχουν μανθεί, να είναι μασμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- μαίνεστε
Aoristus -- μανθείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd μαινόμενος
Voltooid tegenwoordige tijd μασμένος, -η, -ο μασμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus μανθεί
Voorbeelden met «μαίνομαι»
ελληνικά ολλανδικά
Mαίνεται η τρικυμία. Er raast een storm.
Έσβησε η φωτιά που μαινόταν μία εβδομάδα στο νησί. Men bluste het vuur dat een week op het eiland woedde.
Σαν μαινόμενος ταύρος άρχισε να χτυπάει γύρω εαυτου. Als een dolle stier begon hij om zich heen te slaan.
Στην στιγμή αυτήν μαίνονται νέες πυρκαγιές στην Πελοπόννησο στη Νότια Ελλάδα. Op dit moment woeden er nieuwe branden op de Peloponnesos in het zuiden van Griekenland.
Οι πυρκαγιές των δασών που έχουν μανθεί στην Ινδονησία ήταν περιβαλλοντική καταστροφή. De bosbranden die in Indonesië hebben gewoed waren een ramp voor het milieu.
Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «μαίνομαι»:
- απολυναίνομαι ontsmetten, desinfecteren
- δυσχεραίνομαι gehinderd worden
- ευφραίνομαι in overdaad leven
- θερμαίνομαι opwarmen
- κυμαίνομαι variëren
- μιαίνομαι besmetten
- ρυπαίνομαι bevuilen, vuil maken
- υγραίνομαι vochtig worden, bevochtigen
- υφαίνομαι weven, spinnen, op touw zetten
- χαρτοσημαίνομαι verzegelen, zegels plakken
- ψυχραίνομαι afkoelen, koel worden
- .