Tijden - wijzen Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd δέχομαι δεχόμαστε
δέχεσαι δέχεστε, δεχόσαστε
δέχεται δέχονται
Onvoltooid verleden tijd δεχόμουν(α) δεχόμαστε, δεχόμασταν
δεχόσουν(α) δεχόσαστε, δεχόσασταν
δεχόταν(ε) δέχονταν, δεχόντανε, δεχόντουσαν
Aoristus δέχθηκα, δέχτηκα δεχθήκαμε, δεχτήκαμε
δέχθηκες, δέχτηκες δεχθήκατε, δεχτήκατε
δέχθηκε, δέχτηκε δέχθηκαν/δέχτηκαν, δεχθήκαν(ε)/δεχτήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω δεχθεί, εχτεί έχουμε δεχθεί, δεχτεί
έχεις δεχθεί, δεχτεί έχετε δεχθεί, δεχτεί
έχει δεχθεί, δεχτεί έχουν δεχθεί, δεχτεί
Voltooid verleden tijd είχα δεχθεί, δεχτεί είχαμε δεχθεί, δεχτεί
είχες δεχθεί/δεχτείεί είχατε δεχθεί/δεχτεί
είχε δεχθεί, δεχτεί είχαν δεχθεί, δεχτεί
Toekomende tijd (1) θα δέχομαι θα δεχόμαστε
θα δέχεσαι θα δέχεστε, θα δεχόσαστε
θα δέχεται θα δέχονται
Toekomende tijd (2) θα δεχθώ, θα δεχτώ θα δεχθούμε, θα δεχτούμε
θα δεχθείς, θα δεχτείς θα δεχθείτε, θα δεχτείτε
θα δεχθεί, θα δεχτεί θα δεχθούν(ε), θα δεχτούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω δεχθεί, δεχτεί θα έχουμε δεχθεί, δεχτεί
θα έχεις δεχθεί, δεχτεί θα έχετε δεχθεί, δεχτεί
θα έχει δεχθεί, δεχτεί θα έχουν δεχθεί, δεχτεί
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να δέχομαι να δεχόμαστε
να δέχεσαι να δέχεστε, να δεχόσαστε
να δέχεται να δέχονται
Aoristus να δεχθώ, να δεχτώ να δεχθούμε, να δεχτούμε
να δεχθείς, να δεχτείς να δεχθείτε, να δεχτείτε
να δεχθεί, να δεχτεί να δεχθούν(ε), να δεχτούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω δεχθεί, δεχτεί να έχουμε δεχθεί, δεχτεί
να έχεις δεχθεί, δεχτεί να έχετε δεχθεί, δεχτεί
να έχει δεχθεί, δεχτεί να έχουν δεχθεί, δεχτεί
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- δέχεστε
Aoristus δέξου δεχθείτε, δεχτείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd
Voltooid tegenwoordige tijd
Onbepaalde wijs
Aoristus δεχθεί, δεχτεί
Voorbeelden met «δέχομαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Δεν δέχομαι όχι για απάντηση. Ik accepteer geen nee als antwoord.
Η μητέρα μου με δέχεται γι' αυτό που είμαι. Mijn moeder neemt me zoals ik ben.
Δεν μπορούμε να δεχθούμε τις άλλες πρότασεις. We kunnen geen andere voorstellen toestaan.
Οι άντρες δέχθηκαν την προσφορά του De mannen accepteerden zijn aanbod.
Δεν θα είχαν δεχθεί λιγότερα. Minder hadden zij niet aanvaard.
Ποτέ δεν θα δεχθεί την επιστροφή της. Hij zal haar terugkeer nooit accepteren.
Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «δέχομαι»:
- ελέγχομαι * controleren, beheersen
- επιδέχομαι toelaten
- καταβρέχομαι * besproeien, besprenkelen
- καταδέχομαι zich verwaardigen
- καταψύχομαι * verkoelen, katen bevriezen
- παραδέχομαι erkennen
- ψύχομαι * bevriezen, verkoelen
- ανέχομαι tolereren, toestaan
- μάχομαι vechten
-

* deze passieve werkwoorden hebben ook een actieve vormen.