Tijden - wijzen | Passieve Vorm | |
---|---|---|
Aantonende wijs | Enkelvoud | Meervoud |
Onvoltooid tegenwoordige tijd | εξελίσσομαι | εξελισσόμαστε |
εξελίσσεσαι | εξελίσσεστε, εξελισσόσαστε | |
εξελίσσεται | εξελίσσονται | |
Onvoltooid verleden tijd | εξελισσόμουν(α) | εξελισσόμαστε, εξελισσόμασταν |
εξελισσόσουν(α) | εξελισσόσαστε, εξελισσόσασταν | |
εξελισσόταν(ε) | εξελίσσονταν, εξελισσόντανε, εξελισσόντουσαν | |
Aoristus | εξελίχθηκα, εξελίχτηκα | εξελιχθήκαμε, εξελιχτήκαμε |
εξελίχθηκες, εξελίχτηκες | εξελιχθήκατε, εξελιχτήκατε | |
εξελίχθηκαν, εξελιχθήκαν(ε) | εξελίχτηκαν, εξελιχτήκαν(ε) | |
Voltooid tegenwoordige tijd | έχω εξελιχθεί, έχω εξελιχτεί, είμαι εξελιγμένος, -η |
έχουμε εξελιχθεί, έχουμε εξελιχτεί είμαστε εξελιγμένοι, -ες |
έχεις εξελιχθεί, έχεις εξελιχτεί, είσαι εξελιγμένος, -η |
έχετε εξελιχθεί, έχετε εξελιχτεί, είστε εξελιγμένοι, -ες |
|
έχει εξελιχθεί, έχει εξελιχτεί, είναι εξελιγμένος, -η, -ο |
έχουν εξελιχθεί, έχουν εξελιχτεί είναι εξελιγμένοι, -ες, -α |
|
Voltooid verleden tijd | είχα εξελιχθεί, είχα εξελιχτεί, ήμουν εξελιγμένος, -η |
είχαμε εξελιχθεί, είχαμε εξελιχτεί, ήμαστε εξελιγμένοι, -ες |
είχες εξελιχθεί, είχες εξελιχτεί, ήσουν εξελιγμένος, -η |
είχατε εξελιχθεί, είχατε εξελιχτεί ήσαστε εξελιγμένοι, -ες |
|
είχε εξελιχθεί, είχε εξελιχτεί, ήταν εξελιγμένος, -η, -ο |
είχαν εξελιχθεί, είχαν εξελιχτεί, ήταν εξελιγμένοι, -ες, -α |
|
Toekomende tijd (1) | θα εξελίσσομαι | θα εξελισσόμαστε |
θα εξελίσσεσαι | θα εξελίσσεστε, θα εξελισσόσαστε | |
θα εξελίσσεται | θα εξελίσσονται | |
Toekomende tijd (2) | θα εξελιχθώ, θα εξελιχτώ | θα εξελιχθούμε, θα εξελιχτούμε |
θα εξελιχθείς, θα εξελιχτείς | θα εξελιχθείτε, θα εξελιχτείτε | |
θα εξελιχθεί, θα εξελιχτεί | θα εξελιχθούν(ε), θα εξελιχτούν(ε) | |
Voltooid toekomende tijd | θα έχω εξελιχθεί, θα έχω εξελιχτεί θα είμαι εξελιγμένος, -η |
θα έχουμε εξελιχθεί, θα έχουμε εξελιχτεί θα είμαστε εξελιγμένοι, -ες |
θα έχεις εξελιχθεί, θα έχεις εξελιχτεί θα είσαι εξελιγμένος, -η |
θα έχετε εξελιχθεί, θα έχετε εξελιχτεί θα είστε εξελιγμένοι, -ες |
|
θα έχει εξελιχθεί, θα έχει εξελιχτεί θα είναι εξελιγμένος, -η, -ο |
θα έχουν εξελιχθεί, θα έχουν εξελιχτεί θα είναι εξελιγμένοι, -ες, -α |
|
Aanvoegende wijs | ||
Onvoltooid tegenwoordige tijd | να εξελίσσομαι | να εξελισσόμαστε |
να εξελίσσεσαι | να εξελίσσεστε, να εξελισσόσαστε | |
να εξελίσσεται | να εξελίσσονται | |
Aoristus | να εξελιχθώ, να εξελιχτώ | να εξελιχθούμε, να εξελιχτούμε |
να εξελιχθείς, να εξελιχτείς | να εξελιχθείτε, να εξελιχτείτε | |
να εξελιχθεί, να εξελιχτεί | να εξελιχθούν(ε), να εξελιχτούν(ε) | |
Voltooid tegenwoordige tijd | να έχω εξελιχθεί, να έχω εξελιχτεί να είμαι εξελιγμένος, -η |
να έχουμε εξελιχθεί, να έχουμε εξελιχτεί να είμαστε εξελιγμένοι, -ες |
να έχεις εξελιχθεί, να έχεις εξελιχτεί να είσαι εξελιγμένος, -η |
να έχετε εξελιχθεί, να έχετε εξελιχτεί να είστε εξελιγμένοι, -ες |
|
να έχει εξελιχθεί, να έχει εξελιχτεί να είναι εξελιγμένος, -η, -ο |
να έχουν εξελιχθεί, να έχουν εξελιχτεί να είναι εξελιγμένοι, -ες, -α |
|
Gebiedende wijs | ||
Tegenwoordige tijd | -- | εξελίσσεστε |
Aoristus | εξελίξου | εξελιχθείτε, εξελιχτείτε |
Deelwoord | ||
Tegenwoordige tijd | εξελισσόμενος | |
Voltooid tegenwoordige tijd | εξελιγμένος, -η, -ο | εξελιγμένοι, -ες, -α |
Onbepaalde wijs | ||
Aoristus | εξελιχθεί, εξελιχτεί |
Voorbeelden met «εξελίσσομαι»:
ελληνικά | ολλανδικά |
---|---|
Τα πράγματα εξελίσσονται. | De dingen gaan snel. |
Ένα τέλειο σχέδιο εξελίσσεται μπροστά μου. | Een eindschema ontwikkelde zich voor mij. |
Μερικά πράγματα εξελίσσονται καλά και άλλα άσχημα. | Sommige dingen ontplooien zich goed, anderen slecht. |
Εξελίσσεται πολύ ομαλά. | Het verloopt gladjes |
Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «εξελίσσομαι»:
- αναπτύσσομαι * | zich ontwikkelen/ontplooien |
- ανασυντάσσομαι * | opnieuw samenstellen |
- αντιτάσσομαι * | tegeningaan, tegenstellen |
- διακηρύσσομαι * | afkondigen, uitroepen |
- διατάσσομαι * | opleggen, verordenen |
- διαταράσσομαι *º | verstoren, verwarren, doen wankelen |
- διαφυλάσσομαι * | bewaard worden, behouden |
- εισπράττομαι * | verzilveren, incasseren, innen |
- εντάσσομαι * | integreren, invoegen |
- κηρύσσομαι * | aangekondigen, verklaren |
- επικηρύσσομαι * | zich uitsloven |
- προτάσσομαι * | doorbreken, vooruitzetten |
- προφυλάσσομαι *º | zich behoeden |
- συμπτύσσομαι * | bekorten |
- συντάσσομαι * | nevenschikken, construeren |
- τάσσομαι | ergens voor zijn. |
- υπαινίσσομαι | insinueren, te kennen geven |
- υποτάσσομαι * | onderwerpen |
* Deze werkwoorden hebben ook actieve vormen.
º Deze werkwoorden hebben niet alleen een actieve vorm maar ook andere werkwoords vormen zoals «διαταράζω» (actief) en «διαταράζομαι» (passief) uit de eerste vervoegings groep en «προφυλάω» (actief) en «προφυλάγομαι» (passief) uit de tweede vervoegings groep.