Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd ομολογώ ομολογούμε
ομολογείς ομολογείτε
ομολογεί ομολογούν(ε)
Onvoltooid verleden tijd ομολογούσα ομολογούσαμε
ομολογούσες ομολογούσατε
ομολογούσε ομολογούσαν(ε)
Aoristus ομολόγησα ομολογήσαμε
ομολόγησες ομολογήσατε
ομολόγησε ομολόγησαν, ομολογήσαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω ομολογήσει,
έχω ομολημένο
έχουμε ομολογήσει,
έχουμε ομολημένο
έχεις ομολογήσει,
έχεις ομολογημένο
έχετε ομολογήσει,
έχετε ομολογημένο
έχει ομολογήσει,
έχει ομολογημένο
έχουν ομολογήσει,
έχουν ομολογημένο
Voltooid verleden tijd είχα ομολογήσει,
είχα ομολογημένο
είχαμε ομολογήσει,
είχαμε ομολογημένο
είχες ομολογήσει,
είχες ομολογημένο
είχατε ομολογήσει,
είχατε ομολογημένο
είχε ομολογήσει,
είχε ομολογημένο
είχαν ομολογήσει,
είχαν ομολογημένο
Toekomende tijd (1) θα ομολογώ θα ομολογούμε
θα ομολογείς θα ομολογείτε
θα ομολογεί θα ομολογούν(ε)
Toekomende tijd (2) θα ομολογήσω θα ομολογήσουμε
θα ομολογήσεις θα ομολογήσετε
θα ομολογήσει θα ομολογήσουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω ομολογήσει,
θα έχω ομολογημένο
θα έχουμε ομολογήσει,
θα έχουμε ομολογημένο
θα έχεις ομολογήσει,
θα έχεις ομολογημένο
θα έχετε ομολογήσει,
θα έχετε ομολογημένο
θα έχει ομολογήσει,
θα έχει ομολογημένο
θα έχουν ομολογήσει,
θα έχουν ομολογημένο
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να ομολογώ να ομολούμε
να ομολογείς να ομολογείτε
να ομολογεί να ομολογούν(ε)
Aoristus να ομολογήσω να ομολογήσουμε, να ομολογήσομε
να ομολογήσεις να ομολογήσετε
να ομολογήσει να ομολογήσουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω ομολογήσει,
να έχω ομολογημένο
να έχουμε ομολογήσει,
να έχουμε ομολογημένο
να έχεις ομολογήσει,
να έχεις ομολογημένο
να έχετε ομολογήσει,
να έχετε ομολογημένο
να έχει ομολογήσει,
να έχει ομολογημένο
να έχουν ομολογήσει,
να έχουν ομολογημένο
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- ομολογείτε
Aoristus ομολόγησε ομολογήστε, ομολογήσετε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd ομολογώντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας ομολογήσει, έχοντας ομολογημένο
Onbepaalde wijs
Aoristus ομολογήσει
Voorbeelden met «ομολογώ»:
ελληνικά ολλανδικά
Δε θέλει να ομολογήσει το λάθος του. Hij wil zijn fout niet bekennen.
Ομολόγησε στην αστυνομία ότι ήταν ο δολοφόνος. Hij bekende de politie dat hij de moordenaar was.
Πρέπει να ομολογήσω ότι είπα ψέματα. Ik moet bekennen dat ik heb gelogen.

Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «ομολογώ»

Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd ομολογούμαι ομολογούμαστε
ομολογείσαι ομολογείστε
ομολογείται ομολογούνται
Onvoltooid verleden tijd ομολογούμουν ομολογούμαστε
-- --
ομολογούνταν, ομολογείτο ομολογούνταν, ομολογούντο
Aoristus ομολογήθηκα ομολογηθήκαμε
ομολογήθηκες ομολογηθήκατε
ομολογήθηκε ομολογήθηκαν, ομολογηθήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω ομολογηθεί,
είμαι ομολογημένος, -η
έχουμε ομολογηθεί,
είμαστε ομολογημένοι, -ες
έχεις ομολογηθεί,
είσαι ομολογημένος, -η
έχετε ομολογηθεί,
είστε ομολογημένοι, -ες
έχει ομολογηθεί,
είναι ομολογημένος, -η, -ο
έχουν ομολογηθεί,
είναι ομολογημένοι, -ές, -α
Voltooid verleden tijd είχα ομολογηθεί,
ήμουν ομολογημένος, -η
είχαμε ομολογηθεί,
ήμαστε ομολογημένοι, -ες
είχες ομολογηθεί,
ήσουν ομολογημένος, -η
είχατε ομολογηθεί,
ήσαστε ομολογημένοι, -ες
είχε ομολογηθεί,
ήταν ομολογημένος, -η, -ο
είχαν ομολογηθεί,
ήταν ομολογημένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα ομολογούμαι θα ομολογούμαστε
θα ομολογείσαι θα ομολογείστε
θα ομολογείται θα ομολογούνται
Toekomende tijd (2) θα ομολογηθώ θα ομολογηθούμε
θα ομολογηθείς θα ομολογηθείτε
θα ομολογηθεί θα ομολογηθούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω ομολογηθεί,
θα είμαι ομολογημένος, -η
θα έχουμε ομολογηθεί,
θα είμαστε ομολογημένοι, -ες
θα έχεις ομολογηθεί,
θα είσαι ομολογημένος, -η
θα έχετε ομολογηθεί,
θα είστε ομολογημένοι, -η
θα έχει ομολογηθεί,
θα είναι ομολογημένος, -η, -ο
θα έχουν ομολογηθεί,
θα είναι ομολογημένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να ομολογούμαι να ομολογούμαστε
να ομολογείσαι να ομολογείστε
να ομολογείται να ομολογούνται
Aoristus να ομολογηθώ να ομολογηθούμε
να ομολογηθείς να ομολογηθείτε
να ομολογηθεί να μολογηθούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω ομολογηθεί,
να είμαι ομολογημένος, -η
να έχουμε ομολογηθεί,
να είμαστε ομολογημένοι, -ες
να έχεις ομολογηθεί,
να είσαι ομολογημένος, -η
να έχετε ομολογηθεί,
να είστε ομολογημένοι, -ες
να έχει ομολογηθεί,
να είναι ομολογημένος, -η, -ο
να έχουν ομολογηθεί,
να είναι ομολογημένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- ομολογείστε
Aoristus ομολογήσου ομολογηθείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd --
Voltooid tegenwoordige tijd ομολογημένος, -η, -ο ομολογημένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus ομολογηθεί
Voorbeelden met «ομολογούμαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Προχτές ομολογήθηκε επίσημα η άμεση επέμβαση των ΗΠΑ. Eergisteren werd onmiddelijk de interventie van de V.S. toegegeven.
Θα πρέπει να ομολογηθεί ότι ο σκοπός αυτής της κίνησης δεν είναι κοινοποιημένος. Er zal moeten toegegeven worden dat het doel van deze beweging niet wordt openbaar gemaakt.
Τώρα θα ομολογείται ότι έχουμε να κάνουμε με ένα πελώριο πρόβλημα. Nu zal erkend worden dat we te maken hebben met een enorm probleem.

Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «ομολογούμαι»