Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd κοιτάω, κοιτώ κοιτάμε, κοιτούμε
κοιτάς κοιτάτε
κοιτάει, κοιτά κοιτάν(ε), κοιτούν(ε)
Onvoltooid verleden tijd κοιτούσα, κοίταγα κοιτούσαμε, κοιτάγαμε
κοιτούσες, κοίταγες κοιτούσατε, κοιτάγατε
κοιτούσε, κοίταγε κοιτούσαν(ε), κοίταγαν, κοιτάγανε
Aoristus κοίταξα κοιτάξαμε
κοίταξες κοιτάξατε
κοίταξε κοίταξαν, κοιτάξαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω κοιτάξει, έχω κοιταγμένο έχουμε κοιτάξει, έχουμε κοιταγμένο
έχεις κοιτάξει, έχεις κοιταγμένο έχετε κοιτάξει, έχετε κοιταγμένο
έχει κοιτάξει, έχει κοιταγμένο έχουν κοιτάξει, έχουν κοιταγμένο
Voltooid verleden tijd είχα κοιτάξει, είχα κοιταγμένο είχαμε κοιτάξει, είχαμε κοιταγμένο
είχες κοιτάξει, είχες κοιταγμένο είχατε κοιτάξει, είχατε κοιταγμένο
είχε κοιτάξει, είχε κοιταγμένο είχαν κοιτάξει, είχαν κοιταγμένο
Toekomende tijd (1) θα κοιτάω, θα κοιτώ θα κοιτάμε, θα κοιτούμε
θα κοιτάς θα κοιτάτε
θα κοιτάει, θα κοιτά θα κοιτάν(ε), θα κοιτούν(ε)
Toekomende tijd (2) θα κοιτάξω θα κοιτάξουμε, θα κοιτάξομε
θα κοιτάξεις θα κοιτάξετε
θα κοιτάξει θα κοιτάξουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω κοιτάξει, θα έχω κοιταγμένο θα έχουμε κοιτάξει, θα έχουμε κοιταγμένο
θα έχεις κοιτάξει, θα έχεις κοιταγμένο θα έχετε κοιτάξει, θα έχετε κοιταγμένο
θα έχει κοιτάξει, θα έχει κοιταγμένο θα έχουν κοιτάξει, θα έχουν κοιταγμένο
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να κοιτάω, να κοιτώ να κοιτάμε, να κοιτούμε
να κοιτάς να κοιτάτε
να κοιτάει, να κοιτά να κοιτάνε, να κοιτούνε
Aoristus να κοιτάξω να κοιτάξουμε, να κοιτάξομε
να κοιτάξεις να κοιτάξετε
να κοιτάξει να κοιτάξουν(ε)
Voltooid tenwoordige tijd να έχω κοιτάξει, να έχω κοιταγμένο να έχουμε κοιτάξει, να έχουμε κοιταγμένο
να έχεις διατάξει, να έχεις κοιταγμένο να έχετε διατάξει, να έχετε κοιταγμένο
να έχει κοιτάξει, να έχει κοιταγμένο να έχουν κοιτάξει, να έχουν κοιταγμένο
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd κοίτα, κοίταγε κοιτάτε
Aoristus κοίταξε, κοίτα κοιτάξτε, κοιτάχτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd κοιτώντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας κοιτάξει, έχοντας κοιταγμένο
Onbepaalde wijs
Aoristus κοιτάξει
Voorbeelden met «κοιτάω, κοιτώ»:
ελληνικά ολλανδικά
Ο Γιάννης προτιμά να κοιτάει παρά να συμμετέχει. Jan geeft er de voorkeur aan te kijken zonder mee te doen.
Να κοιτάς τη δουλειά σου και να μη σε νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι. Bemoei je met jezelf and bekommer je niet wat anderen doen.
Κοιτούσε έναν καυγά στο δρόμο. Hij keek naar een gevecht op straat.
Ανακάλυψαν ότι οι χιμπατζήδες μπορούν να αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλο κοιτώντας φωτογραφίες. Zij ontdekten dat chimpansees elkaar kunnen herkennen door naar foto's te kijken.
Κάποια μέρα θα ανοίξει την πόρτα και θα φύγει, και δεν θα κοιτάξει πίσω. Op een dag zal ze de deur openen en weggaan, en niet omkijken.
Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «κοιτάω, κοιτώ»:
- βαστάω, βαστώ dragen, vasthouden, behouden, uithouden, duren
- πετάω, πετώ vliegen, weggooien, lift geven, vlug iets halen, werpen smijten
Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd κοιτιέμαι κοιτιόμαστε
κοιτιέσαι κοιτιέστε, κοιτιόσαστε
κοιτιέται κοιτιούνται, κοιτιόνται
Onvoltooid verleden tijd κοιτιόμουν(α) κοιτιόμαστε, κοιτιόμασταν
κοιτιόσουν(α) κοιτιόσαστε, κοιτιόσασταν
κοιτιόταν(ε) κοιτιόνταν(ε), κοιτιούνταν, κοιτιόντουσαν
Aoristus κοιτάχτηκα κοιταχτήκαμε
κοιτάχτηκες κοιταχτήκατε
κοιτάχτηκε κοιτάχτηκαν, κοιταχτήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω κοιταχτεί,
είμαι κοιταγμένος, -η
έχουμε κοιταχτεί,
είμαστε κοιταγμένοι, -ες
έχεις κοιταχτεί,
είσαι κοιταγμένος, -η
έχετε κοιταχτεί,
είστε κοιταγμένοι, -ες
έχει κοιταχτεί,
είναι κοιταγμένος, -η, -ο
έχουν κοιταχτεί,
είναι κοιταγμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα κοιταχτεί,
ήμουν κοιταγμένος, -η
είχαμε κοιταχτεί,
ήμαστε κοιταγμένοι, -ες
είχες κοιταχτεί,
ήσουν κοιταγμένος, -η
είχατε κοιταχτεί,
ήσαστε κοιταγμένοι, -ες
είχε κοιταχτεί,
ήταν κοιταγμένος, -η, -ο
είχαν κοιταχτεί,
ήταν κοιταγμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα κοιτιέμαι θα κοιτιόμαστε
θα κοιτιέσαι θα κοιτιέστε, θα κοιτιόσαστε
θα κοιτιέται θα κοιτιούνται, θα κοιτιόνται
Toekomende tijd (2) θα κοιταχτώ θα κοιταχτούμε
θα κοιταχτείς θα κοιταχτείτε
θα κοιταχτεί θα κοιταχτούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω κοιταχτεί,
θα είμαι κοιταγμένος, -η
θα έχουμε κοιταχτεί,
θα είμαστε κοιταγμένοι, -ες
θα έχεις κοιταχτεί,
θα είσαι κοιταγμένος, -η
θα έχετε κοιταχτεί,
θα είστε κοιταγμένοι, -ες
θα έχει κοιταχτεί,
θα είναι κοιταγμένος, -η, -ο
θα έχουν κοιταχτεί,
θα είναι κοιταγμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να κοιτιέμαι να κοιτιόμαστε
να κοιτιέσαι να κοιτιέστε, να κοιτιόσαστε
να κοιτιέται να κοιτιούνται, να κοιτιόνται
Aoristus να κοιταχτώ να κοιταχτούμε
να κοιταχτείς να κοιταχτείτε
να κοιταχτεί να κοιταχτούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω κοιταχτεί,
να είμαι κοιταγμένος, -η
να έχουμε κοιταχτεί,
να είμαστε κοιταγμένοι, -ες
να έχεις κοιταχτεί,
να είσαι κοιταγμένος, -η
να έχετε κοιταχτεί,
να είστε κοιταγμένοι, -ες
να έχει κοιταχτεί,
να είναι κοιταγμένος, -η, -ο
να έχουν κοιταχτεί,
να είναι κοιταγμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- κοιτιέστε
Aoristus κοιτάξου κοιταχτείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd --
Voltooid tegenwoordige tijd κοιταγμένος, -η, -ο κοιταγμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus κοιταχτεί
Voorbeelden met «κοιτιέμαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Πριν πας να ψηφίσεις σε αυτές τις εκλογές, κοιτάξου πρώτα στον καθρέφτη. Voordat je gaat stemmen bij deze verkiezingen, kijk eerst in de spiegel.
Καιρός είναι να κοιταχτεί ο Πειραιάς και οι κάτοικοί του, γιατί υπάρχει μεγάλο πρόβλημα. Het is tijd om Piraeus en haar inwoners te bekijken, want er is een groot probleem.
Κοιτιόμαστε όλη την ώρα από τη βαρεμάρα της ταινίας. We kijken de hele tijd uit verveling naar de film.
Φταίνε μόνο οι πολιτικοί ή μήπως πρέπει να κοιταχτούμε στον καθρέφτη; Krijgen alleen de politici de schuld of moeten we misschien zelf in de spiegel kijken?
Κοιταχτήκαμε μες στα μάτια. We staarden elkaar recht in de ogen.
Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «κοιτιέμαι»:
- βαστιέμαι zich vasthouden,
- πετιέμαι opspringen, in de rede vallen