Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd διερευνώ διερευνούμε, διερευνάμε
διερευνάς διερευνάτε
διερευνά, διερευνάει διερευνούν(ε), διερευνάν(ε)
Onvoltooid verleden tijd διερευνούσα διερευνούσαμε
διερευνούσες διερευνούσατε
διερευνούσε διερευνούσαν(ε)
Aoristus διερεύνησα διερευνήσαμε
διερεύνησες διερευνήσατε
διερεύνησε διερεύνησαν, διερευνήσανε
Voltooid tegenwoordige tijd έχω διερευνήσει έχουμε διερευνήσει
έχεις διερευνήσει έχετε διερευνήσει
έχει διερευνήσει έχουν διερευνήσει
Voltooid verleden tijd είχα διερευνήσει είχαμε διερευνήσει
είχες διερευνήσει είχατε διερευνήσει
είχε διερευνήσει είχαν διερευνήσει
Toekomende tijd (1) θα διερευνώ θα διερευνούμε
θα διερευνάς θα διερευνάτε
θα διερευνά θα διερευνούν(ε)
Toekomende tijd (2) θα διερευνήσω θα διερευνήσουμε, θα διερευνήσομε
θα διερευνήσεις θα διερευνήσετε
θα διερευνήσει θα διερευνήσουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω διερευνήσει θα έχουμε διερευνήσει
θα έχεις διερευνήσει θα έχετε διερευνήσει
θα έχει διερευνήσει θα έχουν διερευνήσει
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να διερευνώ να διερευνούμε
να διερευνάς να διερευνάτε
να διερευνά να διερευνούν(ε)
Aoristus να διερευνήσω να διερευνήσουμε, να διερευνήσομε
να διερευνήσεις να διερευνήσετε
να διερευνήσει να διερευνήσουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω διερευνήσει να έχουμε διερευνήσει
να έχεις διερευνήσει να έχετε διερευνήσει
να έχει διερευνήσει να έχουν διερευνήσει
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- διερευνάτε
Aoristus ανάκτησε διερευνήστε, διερευνήσετε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd διερευνήσει
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας διερευνήσει
Onbepaalde wijs
Aoristus διερευνήσει
Voorbeelden met «διερευνώ»:
ελληνικά ολλανδικά
Υπάρχουν σκάνδαλα που πρέπει να διερευνηθούν. Er zijn schandalen de onderzocht moeten worden.
Θα πρέπει να διερευνούν και άλλες δυνατότητες Zij zullen ook andere mogelijkheden moeten onderzoeken.
Όταν διερεύνησα περισσότερο το θέμα, μου είπαν ότι δεν ήταν υπόθεση της ΕΕ. Toen ik de kwestie nader onderzocht, werd mij gezegd dat het geen EU aangelegenheid was.
Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «διερευνώ»:
- αγωνιώ * in pijn zijn, lijden
- αναδίφω * onderzoeken, nader onderzoeken
- ανακτάω, -ώ herkrijgen
- ανταπαντώ * kortweg antwoorden
- αντερωτώ * van te voren vragen
- αποπλανώ misleiden, verleiden
- αποφοιτώ * afstuderen
- ασφυκτιώ stikken, verstikken
- επικολλώ vastkleven, plakken
- επιτιμώ vermanen, berispen
- ερωτώ vragen
- κατανικώ verslaan, overwinnen
- προσαρτώ aanhechten, bijvoegen
- προσδοκώ hopen op, verwachten
- σιωπάω, -ώ * zwijgen, stil zijn
- .

De met * aangemerkte actieve werkwoorden hebben geen passieve vormen.

Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd διερευνώμαι διερευνόμαστε, διερευνώμεθα
διερευνάσαι διερευνάστε, διερευνάσθε
διερευνάται διερευνώνται
Onvoltooid verleden tijd -- --
- -
διερωτάτο διερωτώντο
Aoristus διερευνήθηκα διερευνηθήκαμε
διερευνήθηκες διερευνηθήκατε
διερευνήθηκε διερευνήθηκαν, διερευνηθήκανε
Voltooid tegenwoordige tijd έχω διερευνηθεί έχουμε διερευνηθεί
έχεις διερευνηθεί έχετε διερευνηθεί
έχει διερευνηθεί έχουν διερευνηθεί
Voltooid verleden tijd είχα διερευνηθεί είχαμε διερευνηθεί
είχες διερευνηθεί είχατε διερευνηθεί
είχε διερευνηθεί είχαν διερευνηθεί
Toekomende tijd (1) θα διερευνώμαι θα διερευνούμαστε, θα διερευνώμεθα
θα διερευνάσαι θα διερευνάστε, θα διερευνάσθε
θα διερευνάται θα διερευνώνται
Toekomende tijd (2) θα διερευνηθώ θα διερευνηθούμε
θα διερευνηθείς θα διερευνηθείτε
θα διερευνηθεί θα διερευνηθούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω διερευνηθεί θα έχουμε διερευνηθεί
θα έχεις διερευνηθεί θα έχετε διερευνηθεί
θα έχει διερευνηθεί θα έχουν διερευνηθεί
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να διερευνώμαι να διερευνούμαστε, να διερευνώμεθα
να διερευνάσαι να διερευνάστε, να διερευνάσθε
να διερευνάται να διερευνώνται
Aoristus να διερευνηθώ να διερευνηθούμε
να διερευνηθείς να διερευνηθείτε
να διερευνηθεί να διερευνηθούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω διερευνηθεί να έχουμε διερευνηθεί
να έχεις διερευνηθεί να έχετε διερευνηθεί
να έχει διερευνηθεί να έχουν διερευνηθεί
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- διερευνάστε, διερευνάσθε
Aoristus διερευνήσου διερευνηθείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd --
Voltooid tegenwoordige tijd -- --
Onbepaalde wijs
Aoristus διερευνηθεί
Voorbeelden met «διερευνώμαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Στόχος της έκθεσης αυτής είναι να διερευνηθεί πώς μπορεί να διευρυνθε αυτην την περιοχή. Het doel van dit verslag is dat wordt onderzocht hoe dit gebied kan worden uitgebreid.
Πιστεύει ότι τέτοιες συμφωνίες πρέπει να διερευνηθούν. Hij is van mening dat dergelijke overeenkomsten onderzocht moeten worden.
Θα πρέπει να το διερευνάται σύμφωνα με το νόμο. Het zal worden onderzocht overeenkomstig de wetgeving.
Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «διερευνώμαι»:
- ανακτώμαι terugwinnen
- αποπλανώμαι misleid worden
- εγγυώμαι * zich borg stellen, waarborgen
- επικολλώμαι opplakken
- επιτιμώμαι berispt worden
- ερωτώμαι gevraagd worden
- ηττώμαι * een nederlaag lijden
- κατονικώμαι verslagen worden
- προσαρτώμαι toegevoegd worden
- προσδικώμαι verwachtingen hebben
- προσκολλώμαι * zich hechten aan
- τιμώμαι gehuldigd worden

De met * aangemerkte passieve werkwoorden hebben geen actieve vormen.