Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd ελκύω ελκύουμε, ελκύομε
ελκύεις ελκύετε
ελκύει ελκύουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd έλκυα ελκύαμε
έλκυες ελκύατε
έλκυε έλκυαν, ελκύαν(ε)
Aoristus έλκυσα, έλκλυσα ελκύσαμε
έλκυσες, έλκυσες ελκύσατε
έλκυσε, έλκυσε έλκυσαν, έλκσαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω ελκύσει,
έχω ελκυμένο
έχουμε ελκύσει,
έχουμε ελκυμένο
έχεις ελκύσει,
έχεις ελκυμένο
έχετε ελκύσει,
έχετε ελκυμένο
έχει ελκύσει,
έχει ελκυμένο
έχουν ελκύσει,
έχουν ελκυμένο
Voltooid verleden tijd είχα ελκύσει,
είχα ελκυμένο
είχαμε ελκύσει,
είχαμε ελκυμένο
είχες ελκύσει,
είχες ελκυμένο
είχατε ελκύσει,
είχατε ελκυμένο
είχε ελκύσει,
είχε ελκυμένο
είχαν ελκύσει,
είχαν ελκυμένο
Toekomende tijd (1) θα ελκύω θα ελκύουμε, θα ελκύομε
θα ελκύετε θα ελκύετε
θα ελκύει θα ελκύουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα ελκύσω θα ελκύσουμε, θα ελκύσομε
θα ελκύσεις θα ελκύσετε
θα ελκύσει θα ελκύσουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω ελκύσει,
θα έχω ελκυμένο
θα έχουμε ελκύσει,
θα έχουμε ελκυμένο
θα έχεις ελκύσει,
θα έχεις ελκυμένο
θα έχετε ελκύσει,
θα έχετε ελκυμένο
θα έχει ελκύσει,
θα έχει ελκυμένο
θα έχουν ελκύσει,
θα έχουν ελκυμένο
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να ελκύω να ελκύουμε, να ελκύομε
να ελκύεις να ελκύετε
να ελκύει να ελκύουν(ε)
Aoristus να ελκύσω να ελκύσουμε, να ελκύσομε
να ελκύσεις να ελκύσετε
να ελκύσει να ελκύσουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω ελκύσει,
να έχω ελκυμένο
να έχουμε ελκύσει,
να έχουμε ελκυμένο
να έχεις ελκύσει,
να έχεις ελκυμένο
να έχετε ελκύσει,
να έχετε ελκυμένο
να έχει ελκύσει,
να έχει ελκυμένο
να έχουν ελκύσει,
να έχουν ελκυμένο
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd έλκυε ελκύετε
Aoristus έλκυσε ελκύσετε, ελκύστε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd ελκύοντας
Voltooid tegenwoordige tijd ελκύοντας
Onbepaalde wijs
Aoristus ελκύσει
Enkele voorbeelden met «ελκύω»:
ελληνικά ολλανδικά
Προσωπικά δεν μ'ελκύουν σεξουαλικά. Voor mij persoonlijk zijn ze sexueel niet aantrekkelijk.
Αυτές οι εκδηλώσεις ελκύουν μονίμος πολλές χιλιάδες επισκέπτες. Deze evenementen trekken altijd duizenden bezoekers.
Από τότε που γνωριστήκαμε με ελκύεις παράξενα. Ik voelde me meteen tot je aangetrokken.
Το ζήτημα ελκύει αρκετή προσοχή και δημοσιότητα. De kwestie heeft een heleboel aandach en publiciteit gekregen.
Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «ελκύω»:
- αναλύω analyseren, onderzoeken, ontleden
- ανασυνδέω verbinden
- απολύω loslaten, vrijlaten
- αποσυνδέω bederven, afbreken, ontkoppelen
- αποτίω ** iemand eren
- διαλύω leeghalen, opolossen
- διαχέω spreiden, verspreiden
- διεισδύω * infiltreren, doordringen
- δύω * overstromen, vergaan
- εκτίω (een straf) uitzitten
- επιλύω oplossen
- ιδρύω stichten, oprichten
- ισχύω * van kracht zijn, effect hebben
- καταλύω inwonen, logeren, afschaffen
- μηνύω dagvaarden
- παρακωλύω verhinderen, belemmeren, stoppen
- παραλύω * verlammen, lamleggen
- προσελκύω aandacht trekken
- συγχέω verwarren, verbazen
- συνδέω verbinden
- ψυχαναλύω * met psychoanalyse behandelen

* Deze werkwoorden hebben geen passieve vormen

**

Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd ελκύομαι ελκυόμαστε
ελκύεσαι ελκύεστε, ελκυόσαστε
ελκύεται ελκύονται
Onvoltooid verleden tijd ελκυόμουν(α) ελκυόμαστε
ελκυόσουν(α) ελκυόσαστε
ελκυόταν(ε ελκύονταν
Aoristus ελκύστηκα ελκυστήκαμε
ελκύστηκες ελκυστήκατε
ελκύστηκε ελκύστηκαν, ελκυστήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω ελκυστεί,
είμαι ελκυσμένος, -η
έχουμε ελκυστεί,
είμαστε ελκυσμένοι, -ες
έχεις ελκυστεί,
είσαι ελκυσμένος, -η
έχετε ελκυστεί,
είστε ελκυσμένοι, -ες
έχει ελκυστεί,
είναι ελκυσμένος, -η, -ο
έχουν ελκυστεί,
είναι ελκυσμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα ελκυστεί,
ήμουν ελκυσμένος, -η
είχαμε ελκυστεί,
ήμαστε ελκυσμένοι, -ες
είχες ελκυστεί,
ήσουν ελκυσμένος, -η
είχατε ελκυστεί,
ήσαστε ελκυσμένοι, -ες
είχε ελκυστεί,
ήταν ελκυσμένος, -η, -ο
είχαν ελκυστεί,
ήταν ελκυσμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα ελκίομαι θα ελκυόμαστε
θα ελκύεσαι θα ελκύεστε, θα ελκυόσαστε
θα ελκύεται θα ελκύονται
Toekomende tijd (2) θα ελκυστώ θα ελκυστούμε
θα ελκυστείς θα ελκυστείτε
θα ελκυστεί θα ελκυστούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω ελκυστεί,
θα είμαι ελκυσμένος, -η
θα έχουμε ελκυστεί,
θα είμαστε ελκυσμένοι,-ες
θα έχεις ελκυστεί,
θα είσαι ελκυσμένος, -η
θα έχετε ελκυστεί,
θα είστε ελκυσμένοι, -ες
θα έχει ελκυστεί,
θα είναι ελκυσμένος, -η, -ο
θα έχουν ελκυστεί,
θα είναι ελκυσμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να ελκύομαι να ελκυόμαστε
να ελκύεσαι να ελκύεστε, να ελκυόσαστε
να ελκύεται να ελκύονται
Aoristus να ελκυστώ να ελκυστούμε
να ελκυστείς να ελκυστείτε
να ελκυστεί να ελκυστούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω ελκυστεί,
να είμαι ελκυσμένος, -η
να έχουμε ελκυστεί,
να είμαστε ελκυσμένοι,-ες
να έχεις ελκυστεί,
να είσαι ελκυσμένος, -η
να έχετε ελκυστεί,
να είστε ελκυσμένοι, -η
να έχει ελκυστεί,
να είναι ελκυσμένος, -η, -ο
να έχουν ελκυστεί,
να είναι ελκυσμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- ελκυίεστε
Aoristus ελκύσου ελκυστείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd --
Voltooid tegenwoordige tijd ελκυσμένος, -η, -ο ελκυσμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus ελκυστεί
Enkele voorbeelden met «ελκύομαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Τα παιδιά ελκύονται από τους υπολογιστές από πολύ μικρή ηλικία. De kinderen zijn al vanaf jonge leeftijd geînteresseerd in computers.
Άρχισα να ελκύομαι από άλλους άνδρες. Ik begοn me aangetrokken te voelen tot andere mannen.
Τότε εγώ ελκυσμένος απ’ τον Θεό και το Λόγο του σήκωσα το χέρι μου, και πήγα μπροστά. Dan geholpen door God en zijn Woord hief ik mijn hand naar hem en ging vooruit.
Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «ελκύομαι»::
- αποκλείομαι uitgesloten - geblokkeerd worden
- αποκρούμαι afweren, verwerpen
- κρούμαι geklopt - gebeld worden
- προσελκύομαι * aandacht trekken
- σείομαι ** heen en weer zwenken
-