Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd μολύνω μολύνουμε, μολύνομε
μολεις μολvύνεις
μολvύνει μολύνουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd μόλυνα μολύναμε
μόλυνες μολύνατε
μόλυνε μόλυναν, μολύναν(ε)
Aoristus μόλυνα μολύναμε
μόλυνες μολύνατε
μόλυνε μόλυναν, μολύναν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω μολύνει, έχω μολυμένο έχουμε μολύνει, έχουμε μολυμένο
έχεις μολύνει, έχεις μολυμένο έχετε μολύνει, έχετε μολυμένο
έχει μολύνει, έχει μολυμένο έχουν μολύνει, έχουν μολυμένο
Voltooid verleden tijd είχα μολύνει, είχα μολυμένο είχαμε μολύνει, είχαμε μολυμένο
είχες μολύνει, είχες μολυμένο είχατε μολύνει, είχατε μολυμένο
είχε μολύνει, είχε μολυμένο είχαν μολύνει, είχαν μολυμένο
Toekomende tijd (1) θα μολύνω θα μολύνουμε, θα μολύνομε
θα μολύνεις θα μολύνετε
θα μολύνει θα μολύνουν
Toekomende tijd (2) θα μολύνω θα μολύνουμε, θα μολύνομε
θα μολύνεις θα μολύνετε
θα μολύνει θα μολύνουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω μολύνει,
θα έχω μολυμένο
θα έχουμε μολύνει,
θα έχουμε μολυμένο
θα έχεις μολύνει,
θα έχεις μολυμένο
θα έχετε μολύνει,
θα έχετε μολυμένο
θα έχει μολύνει,
θα έχει μολυμένο
θα έχουν μολύνει,
θα έχουν μολυμένο(ε)
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να μολύνω να vύνουμε, να μολύνομε
να μολύνεις να μολύνετε
να μολύνει να μολύνουν(ε)
Aoristus να μολύνω να μολύνουμε, να μολύνομε
να μολύνεις να μολύνετε
να μολύνει να μολύνουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω μολύνει,
να έχω μολυμένο
να έχουμε μολύνει,
να έχουμε μολυμένο
να έχεις μολύνει,
να έχεις μολυμένο
να έχετε μολύνει,
να έχετε μολυμένο
να έχει μολύνει,
να έχει μολυμένο
να έχουν μολύνει,
να έχουν μολυμένο
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd μόλυνε μολύνετε
Aoristus μόλυνε μολύνετε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd μολύνοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας μολύνει, έχοντας μολυμένο
Onbepaalde wijs
Aoristus μολύνει
Enkele voorbeelden met «μολύνω»:
ελληνικά ολλανδικά
Δεν ειναι καποιος ιος που σε μολυνει. Hij heeft geen virus dat je besmet.
Αυτή η αρρώστια με έχει μολύνει πολύ καιρό πριν. Deze ziekte heeft me lang geleden besmet.
Μολύνουν όλες τις άλλες μορφές ζωής με αυτή την μαύρη ουσία. Ze infecteren alle andere vormen van leven met deze zwarte substantie.
Πρωταρχικά δεν μολύνουμε το περιβάλλον του νησιού μας. Allereerst vervuilen we de omgeving van ons eiland niet.

Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «μολύνω»

- απευθύνω adresseren, toepassen
- αποθαρρύνω ontmoedigen
- απομακρύνω verwijderen, elimineren
- βαρύνω belasten
- βραδύνω vertragen
- διευθύνω beheren, uitvoeren
- διευκολύνω vergemakkelijken
- διευρύνω verbreden, vergroten
- ενθαρρύνω bemoedigen
- ευκολύνω vergemakkelijken
- ευρύνω verbreden, verruimen
- καταπραΰνω verlichten, vergemakkelijken
- κατευθύνω rijden, sturen, vliegen, begeleiden
- τραχύνω ruw maken
Bovenstaande actieve werkwoorden hebben allen passieve vormen.
Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd μολύνομαι μολυνόμαστε
μολύνεσαι μολύνεστε, μολυνόσαστε
μολύνεται μολύνονται
Onvoltooid verleden tijd μολυνόμουν(α) μολυνόμαστε, μολυνόμασταν
μολυνόσουν(α) μολυνόσαστε, μολυνόσασταν
μολυνόταν(ε) μολύνονταν, μολυνόντανε, μολυνόντουσαν
Aoristus μολύνθηκα μολυνθήκαμε
μολύνθηκες μολυνθήκατε
μολύνθηκε μολύνθηκαν, μολυνθήκαν(ε
Voltooid tegenwoordige tijd έχω μολυνθεί,
είμαι μολυμένος, -η
έχουμε μολυνθεί,
είμαστε μολυμένοι, -ες
έχεις μολυνθεί,
είσαι μολυμένος, -η
έχετε μολυνθεί,
είστε μολυμένοι, -ες
έχει μολυνθεί,
είναι μολυμένος, -η, -ο
έχουν μολυνθεί,
είναι μολυμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα μολυνθεί,
ήμουν μολυμένος, -η
είχαμε μολυνθεί,
ήμαστε μολυμένοι, -ες
είχες μολυνθεί,
ήσουν μολυμένος, -η
είχατε μολυνθεί,
ήσαστε μολυμένοι, -ες
είχε μολυνθεί,
ήταν μολυμένος, -η, -ο
είχαν μολυνθεί,
ήταν μολυμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα μολύνομαι θα μολυνόμαστε
θα μολύνεσαι θα μολύνεστε, θα μολυνόσαστε
θα μολύνεται θα μολύνονται
Toekomende tijd (2) θα μολυνθώ θα μολυνθούμε
θα μολυνθείς θα μολυνθείτε
θα μολυνθεί θα μολυνθούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω μολυνθεί,
θα είμαι μολυμένος, -η
θα έχουμε μολυνθεί,
θα είμαστε μολυμένοι,-ες
θα έχεις μολυνθεί,
θα είσαι μολυμένος, -η
θα έχετε μολυνθεί,
θα είστε μολυμένοι, -ες
θα έχει μολυνθεί,
θα είναι μολυμένος, -η, -ο
θα έχουν μολυνθεί,
θα είναι μολυμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να μολύνομαι να μολυνόμαστε
να μολύνεσαι να μολύνεστε, να μολυνόσαστε
να μολύνεται να μολύνονται
Aoristus να μολυνθώ να μολυνθούμε
να μολυνθείς να μολυνθείτε
να μολυνθεί να μολυνθούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω μολυνθεί,
να είμαι μολυμένος, -η
να έχουμε μολυνθεί,
να είμαστε μολυμένοι,-ες
να έχεις μολυνθεί,
να είσαι μολυμένος, -η
να έχετε μολυνθεί,
να είστε μολυμένοι, -η
να έχει μολυνθεί,
να είναι μολυμένος, -η, -ο
να έχουν μολυνθεί,
να είναι μολυμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- μολύνεστε
Aoristus μολύνσου μολυνθείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd
Voltooid tegenwoordige tijd μολυμένος, -η, -ο μολυμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus μολυνθεί
Enkele voorbeelden met «μολύνομαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Μολύνεται το πόσιμο νερό μας. Ons drinkwater wordt verontreinigd.
Τα ζώα μολύνονται μέσων των ζωοτροφών και ρύπανσης του περιβάλλοντος. Het vee wordt besmet met voedsel en milieuvervuiling.
Πως μολύνθηκαν χωρίς δάγκωμα; Hoe werd hij geinfecteerd zonder beet?
Υια το καλό της υγείας μολυνόμαστε με αρνητική ενέργεια και άγχος. Omwille van de gezondheid zijn we besmet met negatieve energie en angst.

Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «μολύνομαι»

- αμύνομαι zich verdedigen
- απευθύνομαι adresseren, zich beroepen op
- αποθαρρύνομαι ontmoedigd zijn
- απομακρύνομαι ontmoedigd worden
- βαρύνομαι beschuldigd worden, ten laste gelegd worden
- δασύνομαι * ruw ademhalen
- διευθύνομαι beheren, aanvoeren
- διευκολύνομαι vergemakkelijken
- διευρύνομαι verbreden, uitbreiden, vergroten
- ενθαρρύνομαι aanmoedigen
- ευθύνομαι verantwoordelijk zijn
- ευκολύνομαι * zich kunnen veroorloven
- ευρύνομαι verbreden
- καταπραΰνομαι verlichten,
- κατευθύνομαι rijden, sturen, begeleiden
- τραχύνομαι opruwen, harden
-
* Deze passieve werkwoorden hebben geen actieve vormen. Ze worden alleen in de onvoltooid tegenwoordige tijden en de onvoltooid verleden tijden worden gebruikt.