Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd διαβάζω διαβάζουμε, διαβάζομε
διαβάζεις διαβάζετε
διαβάζει διαβάζουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd διάβαζα διαβάζαμε
διάβαζες διαβάζατε
διάβαζε διαβαζαν, διαβάζαν(ε)
Aoristus διάβασα, διάβηκα διαβάσαμε
διάβασες διαβάσατε
διάβασε διάβασαν, διαβάσαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω διαβάσει, έχω διαβασμένο έχουμε διαβάσει, έχουμε διαβασμένο
έχεις διαβάσει, έχεις διαβασμένο έχετε διαβάσει, έχετε διαβασμένο
έχει διαβάσει, έχει διαβασμένο έχουν διαβάσει, έχουν διαβασμένο
Voltooid verleden tijd είχα διαβάσει, είχα διαβασμένο είχαμε διαβάσει, είχαμε διαβασμένο
είχες διαβάσει, είχες διαβασμένο είχατε διαβάσει, είχατε διαβασμένο
είχε διαβάσει, είχε διαβασμένο είχε διαβάσει, είχε διαβασμένο
Onvoltooid toekomende tijd θα διαβάζω θα διαβάζουμε, θα διαβάζομε
θα διαβάζεις θα διαβάζετε
θα διαβάζει θα διαβάζουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα διαβάσω θα διαβάσουμε, θα διαβάζομε
θα διαβάσεις θα διαβάσετε
θα διαβάσει θα διαβάσουν(ε)
Voitooid toekomende tijd θα έχω διαβάσει, θα έχω διαβασμένο θα έχουμε διαβάσει, θα έχουμε διαβασμένο
θα έχεις διαβάσει, θα έχεις διαβασμένο θα έχετε διαβάσει,θα έχετε διαβασμένο
θα έχει διαβάσει, θα έχει διαβασμένο θα έχουν διαβάσει, θα έχουν διαβασμένο
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να διαβάζω να διαβάζουμε, να διαβάζομε
να διαβάζεις να διαβάζετε
να διαβάζει να διαβάζουν(ε)
Aoristus να διαβάσω να διαβάσουμε, να διαβάσομε
να διαβάσεις να διαβάσετε
να διαβάσει να διαβάσουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω διαβάσει, να έχω διαβασμένο να έχουμε διαβάσει, να έχουμε διαβασμένο
να έχεις διαβάσει, να έχεις διαβασμένο να έχετε διαβάσει,να έχετε διαβασμένο
να έχει διαβάσει, να έχει διαβασμένο να έχουν διαβάσει, να έχουν διαβασμένο
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd διάβαζε διαβάζετε
Aoristus διάβασε διαβάστε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd διαβάζοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας διαβάσει, διαβασμένος
Onbepaalde wijs
Aoristus διαβάσει
Enkele voorbeelden met «διαβάζω»:
ελληνικός ολλανδός
Διαβάζω εφημερίδα καθημερινά. Ik lees de krant elke dag.
Αν θέλεις υψηλούς βαθμούς πρέπει να διαβάσεις. Als je hoge cijfers wilt, moet je studeren.
Μου είπε ότι διαβάζεις το μέλλον. Er werd mij verteld dat je de toekomst voorspelt.
Διάβασέ μου ένα παραμύθι! Vertel me een sprookje!

Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «διαβάζω»

Tijden - wijzen Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd διαβάζομαι διαβαζόμαστε
διαβάζεσαι διαβάζεστε, διαβαζόσαστε
διαβάζεται διαβάζοντα
Onvoltooid verleden tijd διαβαζόμουν(α) διαβαζόμαστε, διαβαζόμασταν
διαβαζόσουν(α) διαβαζόσαστε, διαβαζόσασταν
διαβαζόταν(ε) διαβάζονταν, διαβαζόντανε, διαβαζόντουσαν
Aoristus διαβάστηκα διαβαστήκαμε
διαβάστηκες διαβαστήκατε
διαβάστηκε διαβάστηκαν, διαβαστήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω διαβαστεί,
είμαι διαβασμένος, -η
έχουμε διαβαστεί,
είμαστε διαβασμένοι, -ες
έχεις διαβαστεί,
είσαι διαβασμένος, -η
έχετε διαβαστεί,
είστε διαβασμένοι, -ες
έχει διαβαστεί,
είναι διαβασμένος, -η, -ο
έχουν διαβαστεί,
είναι διαβασμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα διαβαστεί,
ήμουν διαβασμένος, -η
είχαμε διαβαστεί,
ήμαστε διαβασμένοι, -ες
είχες διαβαστεί,
ήσουν διαβασμένος, -η
είχατε διαβαστεί,
ήσαστε διαβασμένοι, -ες
είχε διαβαστεί,
ήταν διαβασμένος, -η, -ο
είχαν διαβαστεί,
ήταν διαβασμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα διαβάζομαι θα διαβαζόμαστε
θα διαβάζεσαι θα διαβάζεστε, θα διαβαζόσαστε
θα διαβάζεται θα διαβάζονται
Toekomende tijd (2) θα διαβαστώ θα αγοραστούμε
θα διαβαστείς θα διαβαστείτε
θα διαβαστεί θα διαβαστούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω διαβαστεί,
θα είμαι διαβασμένος, -η
θα έχουμε διαβαστεί,
θα είμαστε διαβασμένοι, -ες
θα έχεις διαβαστεί,
θα είσαι διαβασμένος, -η
θα έχετε διαβαστεί,
θα είστε διαβασμένοι, -ες
θα έχει διαβαστεί,
θα είναι διαβασμένος, -η, -ο
θα έχουν διαβαστεί,
θα είναι διαβασμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να διαβάζομαι να διαβαζόμαστε
να διαβάζεσαι να διαβάζεστε, να διαβαζόσαστε
να διαβάζεται να διαβάζονται
Aoristus να αγοραστώ να αγοραστούμε
να διαβαστείς να διαβαστείτε
να διαβαστεί να διαβαστούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω διαβαστεί,
να είμαι διαβασμένος, -η
να έχουμε διαβαστεί,
να είμαστε διαβασμένοι, -ες
να έχεις διαβαστεί,
να είσαι διαβασμένος, -η
να έχετε διαβαστεί,
να είστε διαβασμένοι, -ες
να έχει διαβαστεί,
να είναι διαβασμένος, -η, -ο
να έχουν διαβαστεί,
να είναι διαβασμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd διαβάζεστε
Aoristus διαβάσου διαβαστείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd διαβαζόμενος
Voltooid tegenwoordige tijd διαβασμένος, -η, -ο διαβασμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus διαβαστεί
Enkele voorbeelden met «διαβάζομαι»:
ελληνικά ολλανδικά
H επιστολή είναι κακογραμμένη και δε διαβάζεται. Het bericht is slecht geschreven en niet te lezen.
Aυτό το βιβλίο διαβάστηκε πολύ φέτος. Dit boek werd dit jaar veel gelezen.
Το διαβάστηκε από το Facebook. Het is te lezen op Facebook.
Αυτό μπορέστε να διαβαστείτε σε διάφορα επίπεδα. Dit kunt u leren op verschillende niveaus.

Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «διαβάζομαι»