Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd βρέχω βρέχουμε, βρέχομε
βρέχεις βρέχετε
βρέχει βρέχουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd έβρεχα βρέχαμε
έβρεχες έβρεχες
έβρεχαν έβρεχαν, βρέχαν(ε)
Aoristus έβρεξα έβρεξα
έβρεξες βρέξατε
έβρεξε έβρεξαν, βρέξαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω βρέξει, έχω βρε(γ)μένο έχουμε βρέξει, έχουμε βρε(γ)μένο
έχεις βρέξει, έχεις βρε(γ)μένο έχετε βρέξει, έχετε βρε(γ)μένο
έχει βρέξει, έχει βρε(γ)μένο έχουν βρέξει, έχουν βρε(γ)μένο
Voltooid verleden tijd είχα βρέξει, είχα βρε(γ)μένο είχαμε βρέξει, είχαμε βρε(γ)μένο
είχες βρέξει, είχες βρε(γ)μένο είχατε βρέξει, είχατε βρε(γ)μένο
είχε βρέξει, είχε βρε(γ)μένο είχαν βρέξει, είχαν βρε(γ)μένο
Toekomende tijd (1) θα βρέχω θα βρέχουμε, θα βρέχομε
θα βρέχεις θα βρέχετε
θα βρέχει θα βρέχουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα βρέξω θα βρέξουμε, θα βρέξομε
θα βρέξεις θα βρέξετε
θα βρέξει θα βρέξουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω βρέξει, θα έχω βρε(γ)μένο θα έχουμε βρέξει, θα έχουμε βρε(γ)μένο
θα έχεις βρέξει, θα έχεις βρε(γ)μένο θα έχετε βρέξει, θα έχετε βρε(γ)μένο
θα έχει βρέξει, θα έχει βρε(γ)μένο θα έχουν βρέξει, θα έχουν βρε(γ)μένο
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να βρέχω να βρέχουμε, να βρέχομε
να βρέχεις να βρέχετε
να βρέχει να βρέχουν(ε)
Aoristus να βρέξω να βρέξουμε, να βρέξομε
να βρέξεις να βρέξετε
να βρέξει να βρέξουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω βρέξει, να έχω βρε(γ)μένο να έχουμε βρέξει, να έχουμε βρε(γ)μένο
να έχεις βρέξει, να έχεις βρε(γ)μένο να έχετε βρέξει, να έχετε βρε(γ)μένο
να έχει βρέξει, να έχει βρε(γ)μένο να έχουν βρέξει, να έχουν βρε(γ)μένο
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd βρέχε βρέχετε
Aoristus βρέξε βρέξτε, βρέξετε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd βρέχοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας βρέξει, έχοντας βρε(γ)μένο
Onbepaalde wijs
Aoristus βρέξει

Enkele voorbeelden met «βρέχω»:

ελληνικά ολλανδικά
Αν το βρέξεις λίγο, ο λεκές θα φύγει. Als je het een beetje nat maakt, zal de vlek verdwijnen.
Πρέπει να βρέξεις τα ρούχα και μετά να τα σιδερώσεις. Je moet de kleren bevochtigen en ze daarna strijken.
Aν δε βρέξεις κώλο, δεν τρως ψάρι.* Als je geen inspanning levert, krijg je geen beloning.
Όπως φαίνεται, αύριο θα βρέξει. Blijkbaar gaat het morgen regenen.
Εγώ του μιλάω σοβαρά, αλλά αυτός, πέρα βρέχει. Ik spreek serieus met hem, maar hem kan het niets schelen.
Σταμάτα τώρα, γιατί θα σ' τις βρέξω. Nu stoppen, want je krijgt om je oren.

* Letterlijk vertaald: Als je je kont niet natmaakt, eet je geen vis.

Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als ««βρέχω»»:
- αντέχω tegenstaan, lijden
- βήχω hoesten, bekennen
- ελέγχω * verifiëren, controleren
- καταβρέχω * besproeien, sprenkelen
- καταψήχω * koel maken, verkoelen
- ξεροβήχω droog hoesten
- πάσχω toestaan, dragen
- πρoσέχω oppassen, opletten
- συμπάσχω identificeren met
- τρέχω rennen
- ψύχω * bevriezen
- .

De met * aangegeven actieve werkwoorden hebben ook passieve vormen

Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd βρέχομαι βρεχόμαστε
βρέχεσαι βρέχεστε, βρεχόσαστε
βρέχεται βρέχεται
Onvoltooid verleden tijd βρεχόμουν(α) βρεχόμαστε, βρεχόμασταν
βρεχόσουν(α) βρεχόσαστε, βρεχόσασταν
βρεχόταν βρέχονταν, βρεχόντανε, βρεχόντουσαν
Aoristos βράχηκα βραχήκαμε
βράχηκες βραχήκατε
βράχηκε βράχηκαν, βραχήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω βραχεί, είμαι βρε(γ)μένος, -η έχουμε βραχεί, είμαστε βρε(γ)μένοι, -ες
έχεις βραχεί, είσαι βρε(γ)μένος, -η έχετε βραχεί, είστε βρε(γ)μένοι, -ες
έχει βραχεί, είναι βρε(γ)μένος, -η, -ο έχουν βραχεί, είναι βρε(γ)μένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα βραχεί, ήμουν βρε(γ)μένος, -η είχαμε βραχεί, ήμαστε βρε(γ)μένοι, -ες
είχες βραχεί, ήσουν βρε(γ)μένος, -η είχατε βραχεί, ήσαστε βρε(γ)μένοι, -ες
είχε βραχεί, ήταν βρε(γ)μένος, -η, -ο είχαν βραχεί, ήταν βρε(γ)μένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα βρέχομαι θα βρεχόμαστε
θα βρέχεσαι θα βρέχεστε, θα βρεχόσαστε
θα βρέχεται θα βρέχονται
Toekomende tijd (2) θα βραχώ θα βραχούμε
θα βραχείς θα βραχείτε
θα βραχεί θα βραχούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω βραχεί,
θα είμαι βρε(γ)μένος, -η
θα έχουμε βραχεί,
θα είμαστε βρε(γ)μένοι, -ες
θα έχεις βραχεί,
θα είσαι βρε(γ)μένος, -η
θα έχετε βραχεί,
θα είστε βρε(γ)μένοι, -ες
θα έχει βραχεί,
θα είναι βρε(γ)μένος, -η, -ο
θα έχουν βραχεί,
θα είναι βρε(γ)μένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να βρέχομαι να βρεχόμαστε
να βρέχεσαι να βρέχεστε, να βρεχόσαστε
να βρέχεται να βρέχονται
Aoristus να βραχώ να βραχούμε
να βραχείς να βραχείτε
να βραχεί να βραχούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω βραχεί,
να είμαι βρε(γ)μένος, -η
να έχουμε βραχεί,
να είμαστε βρε(γ)μένοι, -ες
να έχεις βραχεί,
να είσαι βρε(γ)μένος, -η
να έχετε βραχεί,
να είστε βρε(γ)μένοι, -ες
να έχει βραχεί,
να είναι βρε(γ)μένος, -η, -ο
να έχουν βραχεί,
να είναι βρε(γ)μένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- βραχείτε
Aoristus βρέξου βραχείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd --
Voltooid tegenwoordige tijd βρε(γ)μένος, -η, -ο βρε(γ)μένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus βραχεί

Enkele voorbeelden met «βρέχομαι»:

ελληνικά ολλανδικά
Άπλωσα τα βρεγμένα ρούχα στον ήλιο για να στεγνώσουν. Ik legde de natte kleren in de zon te drogen.
Bράχηκαν τα ξύλα και δεν παίρνουν φωτιά. Het hout werd natgemaakt en het vatte geen vlam.
Ξέχασα να πάρω ομπρέλα και βράχηκα. Ik vergat een paraplu mee te nemen en het regende.
Το νησί βρέχεται από τη θάλασσα. Het eiland wordt door de zee omspoeld.
Βράχηκε με το τουλούμι, βράχηκα ως το κόκκαλο, Het regende stromen, ik werd kletsnat.
Enkele voorbeelden met «βρέχομαι»:
- καταβρέχομαι * begieten, besprenkelen

* Het passieve werkwoord «καταβρέχομαι» wordt vervoegd met een combinatie van «βρέχομαι» als boven en «ελέγχομαι»