Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd δαγκώνω δαγκώνουμε, δαγκώνομε
δαγκώνεις δαγκώνετε
δαγκώνει δαγκώνουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd δάγκωνα δαγκώναμε
δάγκωνες δαγκώνατε
δάγκωνε δάγκωναν, δαγκώναν(ε)
Aoristos δάγκωσα δαγκώσαμε
δάγκωσες δαγκώσατε
δάγκωσε δάγκωσαν, δαγκώσαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω δαγκώσει,
έχω δαγκωμένο
έχουμε δαγκώσει,
έχουμε δαγκωμένο
έχεις δαγκώσει,
έχεις δαγκωμένο
έχετε δαγκώσει,
έχετε δαγκωμένο
έχει δαγκώσει,
έχει δαγκωμένο
έχουν δαγκώσει,
έχουν δαγκωμένο
Voltooid verleden tijd είχα δαγκώσει,
είχα δαγκωμένο
είχαμε δαγκώσει,
είχαμε δαγκωμένο
είχες δαγκώσει,
είχες δαγκωμένο
είχατε δαγκώσει,
είχατε δαγκωμένο
είχε δαγκώσει,
είχε δαγκωμένο
είχαν δαγκώσει,
είχαν δαγκωμένο
Toekomende tijd (1) θα δαγκώνω θα δαγκώνουμε, θα δαγκώνομε
θα δαγκώνεις θα δαγκώνετε
θα δαγκώνει θα δαγκώνουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα δαγκώσω θα δαγκώσουμε, θα δαγκώσομε
θα δαγκώσετε θα δαγκώσετε
θα δαγκώσει θα δαγκώσουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω δαγκώσει,
θα έχω δαγκωμένο
θα έχουμε δαγκώσει,
θα έχουμε δαγκωμένο
θα έχεις δαγκώσει,
θα έχεις δαγκωμένο
θα έχετε δαγκώσει,
θα έχετε δαγκωμένο
θα έχει δαγκώσει,
θα έχει δαγκωμένο
θα έχουν δαγκώσει,
θα έχουν δαγκωμένο
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να δαγκώνω να δαγκώνουμε, να δαγκώνομε
να δαγκώνεις να δαγκώνετε
να δαγκώνει να δαγκώνουν(ε)
Aoristos να δαγκώσω να δαγκώσουμε, να δαγκώσομε
να δαγκώσεις να δαγκώσετε
να δαγκώσει να δαγκώσουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω δαγκώσει,
να έχω δαγκωμένο
να έχουμε δαγκώσει,
να έχουμε δαγκωμένο
να έχεις δαγκώσει,
να έχεις δαγκωμένο
να έχετε δαγκώσει,
να έχετε δαγκωμένο
να έχει δαγκώσει,
να έχει δαγκωμένο
να έχουν δαγκώσει,
να έχουν δαγκωμένο
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd δάγκωνε δαγκώνετε
Aoristos δάγκωσε δαγκώστε, δαγκώσετε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd δαγκώνοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας δαγκώσει, έχοντας δαγκωμένο
Onbepaalde wijs
Aoristos δαγκώσει
Enkele voorbeelden met «δαγκώνω»:
ελληνικά ολλανδικά
Προσοχή, ο σκύλος δαγκώνει! Voorzichtig, de hond bijt!
Μη φοβάσαι, δε δαγκώνω! Wees niet bang, ik bijt niet!
Δάγκωσα τη γλώσσα της. Ze beet op haar tong.
Με δάγκωσε ένας σκύλoς. Ik ben door een hond gebeten.
Αν σε είχε δαγκώσει το φίδι, δεν υπήρχε θεραπεία. Als je door de slang was gebeten, was er geen genezing.

Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «δαγκώνω»

Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd δαγκώνομαι δαγκωνόμαστε
δαγκώνεσαι δαγκώνεστε, δαγκωνόσαστε
δαγκώνεται δαγκώνονται
Onvoltooid verleden tijd δαγκωνόμουν(α) δαγκωνόμαστε, δαγκωνόμασταν
δαγκωνόσουν(α) δαγκωνόσαστε, δαγκωνόσασταν
δαγκωνόταν(ε) δαγκώνονταν, δαγκωνόντανε, δαγκωνόντουσαν
Aoristos δαγκώθηκα(α) δαγκωθήκαμε
δαγκώθηκες δαγκωθήκατε
δαγκώθηκε δαγκώθηκαν, δαγκωθήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω δαγκωθεί,
είμαι δαγκωμένος, -η
έχουμε δαγκωθεί,
είμαστε αγγιγμένοι, -ες
έχεις δαγκωθεί,
είσαι δαγκωμένος, -η
έχετε δαγκωθεί,
είστε δαγκωμένοι, -ες
έχει δαγκωθεί,
είναι δαγκωμένος, -η, -ο
έχουν δαγκωθεί,
είναι δαγκωμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα δαγκωθεί,
ήμουν δαγκωμένος, -η
είχαμε δαγκωθεί,
ήμαστε δαγκωμένοι, -ες
είχες δαγκωθεί,
ήσουν δαγκωμένος, -η
είχατε δαγκωθεί,
ήσαστε δαγκωμένοι, -ες
είχε δαγκωθεί,
ήταν αγγιγμένος, -η, -ο
είχαν δαγκωθεί,
ήταν δαγκωμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα δαγκώνομαι θα δαγκωνόμαστε
θα δαγκώνεσαι θα δαγκώνεστε, θα δαγκωνόσαστε
θα δαγκώνεται θα δαγκώνονται
Toekomende tijd (2) θα δαγκωθώ θα δαγκωθούμε
θα δαγκωθείς θα δαγκωθείτε
θα δαγκωθεί θα δαγκωθούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω δαγκωθεί,
θα είμαι δαγκωμένος, -η
θα έχουμε δαγκωθεί,
θα είμαστε δαγκωμένοι,-ες
θα έχεις δαγκωθεί,
θα είσαι δαγκωμένος, -η
θα έχετε δαγκωθεί,
θα είστε δαγκωμένοι, -ες
θα έχει δαγκωθεί,
θα είναι δαγκωμένος, -η, -ο
θα έχουν δαγκωθεί,
θα είναι δαγκωμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να δαγκώνομαι να δαγκωνόμαστε
να δαγκώνεσαι να δαγκώνεστε, να δαγκωνόσαστε
να δαγκώνεται να δαγκώνονται
Aoristos να δαγκωθώ να δαγκωθούμε
να δαγκωθείς να δαγκωθείτε
να δαγκωθεί να δαγκωθούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω δαγκωθεί,
να είμαι δαγκωμένος, -η
να έχουμε δαγκωθεί,
να είμαστε δαγκωμένοι,-ες
να έχεις δαγκωθεί,
να είσαι δαγκωμένος, -η
να έχετε δαγκωθεί,
να είστε δαγκωμένοι, -η
να έχει δαγκωθεί,
να είναι δαγκωμένος, -η, -ο
να έχουν δαγκωθεί,
να είναι δαγκωμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- δαγκώνεστε
Aoristos δαγκώσου δαγκωθείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd --
Voltooid tegenwoordige tijd δαγκωμένος, -η, -ο δαγκωμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristos δαγκωθεί
Enkele voorbeelden met «δαγκώνομαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Δαγκωθήκαμε για να μην πούμε βαριές κουβέντες. We waren gebeten om geen harde taal te spreken.
Δαγκώθηκα όταν άκουσα την είδηση. Ik was (onaangenaam) verrast toen ik het nieuws hoorde.
Δεν θα δαγκώνεστε μεταξύ σας. Jullie zullen elkaar niet bijten.

Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «δαγκώνομαι»