Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd κοιτάζω κοιτάζουμε, κοιτάζομε
κοιτάζεις κοιτάζετε
κοιτάζει κοιτάζουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd κοίταζα κοίταζα
κοίταζες κοιτάζατε
κοίταζε κοίταζαν, κοιτάζαν(ε)
Aoristus κοίταξα κοιτάξαμε
κοίταξες κοιτάξατε
κοίταξε κοίταξαν, κοιτάξαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω κοιτάξει,
έχω κοιταγμένο
έχουμε κοιτάξει,
έχουμε κοιταγμένο
έχεις κοιτάξει, έχεις κοιταγμένο έχετε κοιτάξει, έχετε κοιταγμένο
έχει κοιτάξει, έχει κοιταγμένο έχουν κοιτάξει, έχουν κοιταγμένο
Voltooid verleden tijd είχα κοιτάξει, είχα κοιταγμένο είχαμε κοιτάξει, είχαμε κοιταγμένο
είχες κοιτάξει, είχες κοιταγμένο είχατε κοιτάξει, είχατε κοιταγμένο
είχε κοιτάξει, είχε κοιταγμένο είχαν κοιτάξει, είχαν κοιταγμένο
Toekomende tijd (1) θα κοιτάζω θα κοιτάζουμε, θα κοιτάζομε
θα κοιτάζεις θα κοιτάζετε
θα κοιτάζει θα κοιτάζουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα κοιτάξω θα κοιτάξουμε, θα κοιτάξομε
θα κοιτάξεις θα κοιτάξετε
θα κοιτάξει θα κοιτάξουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω κοιτάξει, θα έχω κοιταγμένο θα έχουμε κοιτάξει, θα έχουμε κοιταγμένο
θα έχεις κοιτάξει, θα έχεις κοιταγμένο θα έχετε κοιτάξει, θα έχετε κοιταγμένο
θα έχει κοιτάξει, θα έχει κοιταγμένο θα έχουν κοιτάξει, θα έχουν κοιταγμένο
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να κοιτάζω να κοιτάζουμε, να κοιτάζομε
να κοιτάζεις να κοιτάζετε
να κοιτάζει να κοιτάζουν(ε)
Aoristus να κοιτάξω να κοιτάξουμε, να κοιτάξομε
να κοιτάξεις να κοιτάξετε
να κοιτάξει να κοιτάξουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω κοιτάξει, να έχω κοιταγμένο να έχουμε κοιτάξει, να έχουμε κοιταγμένο
να έχεις διατάξει, να έχεις κοιταγμένο να έχετε διατάξει, να έχετε κοιταγμένο
να έχει κοιτάξει, να έχει κοιταγμένο να έχουν κοιτάξει, να έχουν κοιταγμένο
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd κοίταζε κοίταξε
Aoristus κοίταξε κοιτάξτε, κοιτάχτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd κοιτάζοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας κοιτάξει, έχοντας κοιταγμένο
Onbepaalde wijs
Aoristus κοιτάξει

Enkele voorbeelden met «κοιτάζω»:

ελληνικά ολλανδικά
Κοίταζε την δασκάλα όταν της μιλάς. Kijk de onderwijzeres aan als ze tegen je spreekt.
Tον κοίταξε με την άκρη του ματιού. Hij keek hem vanuit zijn ooghoek aan.
Aν κοιτάξεις προσεκτικά θα δεις ένα μικρό λεκέ. Als je goed kijkt zul je een vlekje zien.
Kοίτα να κλείσεις την πόρτα πριν φύγεις. Denk eraan de deur te sluiten voordat je weggaat.
Πρέπει να το κοιτάξουμε το θέμα. We moeten het onderwerp bekijken.
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «κοιτάζω»:
- αγγίζω * aanraken, benaderen
- αλαλάζω schreeuwen van blijdschap
- αλλάζω * veranderen
- αναστενάζω zuchten
- αποστάζω destileren
- αποφράζω * afsluiten, versperren
- αράζω aanmeren, tot rust komen
- αρπάζω * roven, wegtrekken, ontvoeren
- βαριαναστενάζω zuchten, huiveren
- βαστάζω * dragen, ondersteunen
- βελάζω loeien, blaten
- βουίζω zoemen, brullen, neuriën
- βουλιάζω ruïneren, zinken, instorten
- βροντοφωνάζω gillen, schreeuwen
- γκρινιάζω zeuren, klagen
- γρούζω knorren, kirren
- διατάζω * commanderen, orders geven
- νυστάζω slaap hebben
- παίζω * spelen
- πειράζω * storen, lastig vallen, plagen
- περιπαίζω bespotten, bedriegen
- περιφράζω * omheinen, insluiten
- πρήζω * opblazen
- ρημάζω vernielen, afbreken, ruïneren
- σκιάζω * bangmaken, schrik aanjagen
- σκούζω, jammeren, huilen
- στάζω druipen, lekken
- στενάζω steunen, kreunen, weeklagen
- στηρίζω * steunen, leunen op
- στοιβάζω * persen, vullen, stouwen
- σφάζω * slachten
- σφηρίζω * fluiten, fluisteren
- τάζω een gelofte doen
- τινάζω * schudden
- τρίζω kraken, knarsen, schuren, piepen
- τρομάζω afschrikken, bang maken
- υποστηρίζω * bijstaan, steunen
- φαντάζω indruk maken, er goed uitzien
- φράζω * versperren, omheinen
- φωνάζω roepen, schreeuwen
- χαράζω * inkerven, graveren
- χαρτοπαίζω dobbelen, gokken
- χουγιάζω schreeuwen naar
- .

* Dit zijn actieve werkwoorden met ook een passieve vorm.

Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd κοιτάζομαι κοιταζόμαστε
κοιτάζεσαι κοιτάζεστε, κοιταζόσαστε
κοιτάζεται κοιτάζονται
Onvoltooid verleden tijd κοιταζόμουν(α) κοιταζόμαστε, κοιταζόμασταν
κοιταζόσουν(α) κοιταζόσαστε, κοιταζόσασταν
κοιταζόταν(ε) κοιτάζονταν, κοιταζόντανε, κοιταζόντουσαν
Aoristus κοιτάχτηκα κοιταχτήκαμε
κοιτάχτηκες κοιταχτήκατε
κοιτάχτηκε κοιτάχτηκαν, κοιταχτήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω κοιταχτεί,
είμαι κοιταγμένος, -η
έχουμε κοιταχτεί,
είμαστε κοιταγμένοι, -ες
έχεις κοιταχτεί,
είσαι κοιταγμένος, -η
έχετε κοιταχτεί,
είστε κοιταγμένοι, -ες
έχει κοιταχτεί,
είναι κοιταγμένος, -η, -ο
έχουν κοιταχτεί,
είναι κοιταγμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα κοιταχτεί,
ήμουν κοιταγμένος, -η
είχαμε κοιταχτεί,
ήμαστε κοιταγμένοι, -ες
είχες κοιταχτεί,
ήσουν κοιταγμένος, -η
είχατε κοιταχτεί,
ήσαστε κοιταγμένοι, -ες
είχε κοιταχτεί,
ήταν κοιταγμένος, -η, -ο
είχαν κοιταχτεί,
ήταν κοιταγμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα κοιτάζομαι θα κοιταζόμαστε
θα κοιτάζεσαι θα κοιτάζεστε, θα κοιταζόσαστε
θα κοιτάζεται θα κοιτάζονται
Toekomende tijd (2) θα κοιταχτώ θα κοιταχτούμε
θα κοιταχτείς θα κοιταχτείτε
θα κοιταχτεί θα κοιταχτούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω κοιταχτεί,
θα είμαι κοιταγμένος, -η
θα έχουμε κοιταχτεί,
θα είμαστε κοιταγμένοι, -ες
θα έχεις κοιταχτεί,
θα είσαι κοιταγμένος, -η
θα έχετε κοιταχτεί,
θα είστε κοιταγμένοι, -ες
θα έχει κοιταχτεί,
θα είναι κοιταγμένος, -η, -ο
θα έχουν κοιταχτεί,
θα είναι κοιταγμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να κοιτάζομαι να κοιταζόμαστε
να κοιτάζεσαι να κοιτάζεστε, να κοιταζόσαστε
να κοιτάζεται να κοιτάζονται
Aoristus να κοιταχτώ να κοιταχτούμε
να κοιταχτείς να κοιταχτείτε
να κοιταχτεί να κοιταχτούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω κοιταχτεί,
να είμαι κοιταγμένος, -η
να έχουμε κοιταχτεί,
να είμαστε κοιταγμένοι, -ες
να έχεις κοιταχτεί,
να είσαι κοιταγμένος, -η
να έχετε κοιταχτεί,
να είστε κοιταγμένοι, -ες
να έχει κοιταχτεί,
να είναι κοιταγμένος, -η, -ο
να έχουν κοιταχτεί,
να είναι κοιταγμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- κοιτάζεστε
Aoristus κοιτάξου κοιταχτείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd --
Voltooid tegenwoordige tijd κοιταγμένος, -η, -ο κοιταγμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus κοιταχτεί

Enkele voorbeelden met «κοιτάζομαι»:

ελληνικά ολλανδικά
Πήγαινε να κοιταχτείς! Ga kijken!
Kοιταχτήκαμε αλλά δε μίλησε ο ένας στον άλλο. Ze keken maar elkaar maar spraken niet met elkaar.
Είδα πως κοιταζόσασταν. Ik zag jullie elkaar aankijken.
Από τότε, η εικόνα δεν έχει κοιταχτεί ποτέ από κανένα. Sindsdien is het beeld nooit meer door iemand gezien.
Κοιτάζονταν οι συγκλητικοί μεταξύ τους και γελούσαν κοροϊδευτικά. De raadsleden keken elkaar aan en lachten spottend.
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «κοιτάζομαι»:
- αγγίζομαι aangeraakt worden.
- αποφράζομαι verstoppen, barricaderen
- αρπάζομαι aanbranden, zich vastgrijpen
- βαστάζομαι verdragen, uithouden
- διατάζομαι verordenen, opleggen
- παίζομαι fonkelen, flikkeren
- πειράζομαι geïrriteerd worden, ergeren
- περιφράζομαι omheinen, afsluiten
- σκιάζομαι bang zijn, angstig zijn
- στηρίζομαι vertrouwen op
- στοιβάζομαι volstoppen
- σφάζομαι afslachten
- σφυρίζομαι fluisteren
- τινάζομαι opspringen, exploderen
- υποστηρίζομαι ondersteunen
- φράζομαι insluiten, omheinen
- χαράζομαι inkerven, graveren
- .

Alle bovengenoemde lijdende vormen hebben ook actieve vormen