Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd πνίγω πνίγουμε, πνίγομε
πνίγεις πνίγετε
πνίγει πνίγουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd έπνιγα πνίγαμε
έπνιγες πνίγατε
έπνιγε έπνιγαν, πνίγαν(ε)
Aoristus έπνιξα πνίξαμε
έπνιξες πνίξατε
έπνιξε έπνιξαν, πνίξαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω πνίξει, έχω πνιγμένο έχουμε πνίξει, έχουμε πνιγμένο
έχεις πνίξει, έχεις πνιγμένο έχετε πνίξει, έχετε ανοιγμένο
έχει πνίξει, έχει πνιγμένο έχουν πνίξει, έχουν πνιγμένο
Voltooid verleden tijd είχα πνίξει, είχα πνιγμένο είχαμε πνίξει, είχαμε πνιγμένο
είχες πνίξει, είχες πνιγμένο είχατε πνίξει, είχατε πνιγμένο
είχε πνίξει, είχε πνιγμένο είχαν πνίξει, είχαν πνιγμένο
Toekomende tijd (1) θα πνίγω θα πνίγουμε, θα πνίγομε
θα πνίγεις θα πνίγετε
θα πνίγει θα πνίγουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα πνίξω θα πνίξουμε, θα πνίξομε
θα πνίξεις θα πνίξετε
θα πνίξει θα πνίξουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω πνίξει, θα έχω πνιγμένο θα έχουμε πνίξει, θα έχουμε πνιγμένο
θα έχεις πνίξει, θα έχεις πνιγμένο θα έχετε πνίξει, θα έχετε πνιγμένο
θα έχει πνίξει, θα έχει πνιγμένο θα έχουν πνίξει, θα έχουν πνιγμένο
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να πνίγω να πνίγουμε, να πνίγομε
να πνίγεις να πνίγετε
να πνίγει να πνίγουν(ε)
Aoristus να πνίξω να πνίξουμε, να πνίξομε
να πνίξεις να πνίξετε
να πνίξει να πνίξουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω πνίξει, να έχω πνιγμένο να έχουμε πνίξει, να έχουμε πνιγμένο
να έχεις πνίξει, να έχεις πνιγμένο να έχετε πνίξει, να έχετε πνιγμένο
να έχει πνίξει, να έχει πνιγμένο να έχουν πνίξει, να έχουν πνιγμένο
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd έπνιγε έπνιξε
Aoristus άνοιξε πνίξτε, πνίχτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd πνίγοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας πνίξει,
έχοντας πνιγμένο
Onbepaalde wijs
Aoristus πνίξει

Enkele voorbeelden met «πνίγω»:

ελληνικά ολλανδικά
Πνίγω στα χρέη. Tot over de oren in de schulden zitten.
Tην έπνιξε με τα ίδια του τα χέρια. Hij wurgde haar eigenhandig.
Φύγε, γιατί θα σε πνίξω! Ga weg, want in wurg je!
Tο παχύ χαλί έπνιγε τον ήχο των βημάτων τους. Het dikke tapijt dempte het geluid van hun voetstappen.
Έπνιξε τον πόνο του στο κρασί. Hij verdrong zijn verdriet met wijn.
Tα ζιζάνια έπνιξαν τα στάχυα. Het onkruid verstikte de korenaren.
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «πνίγω»:
- ανοίγω openen
- απολήγω * voltooien, beëindigen
- αχνοφέγγω * glinsteren. glimmen, glanzen
- διαλέγω kiezen, selecteren
- θίγω aanraken, benaderen
- καταλήγω * tot een besluit komen
- καταπνίγω verstikken, onderdrukken
- λήγω * aflopen, beëindigen
- ξανοίγω open zetten, opklaren
- ξετυλίγω los winden, ontvouwen
- περιτυλίγω wikkelen
- στέργω goedvinden, dulden
- σφίγγω omarmen, knellen
- τυλίγω inwikkelen, inpakken
- ψέγω * laken, verwijten, akkeuren
- φυλάγω voorzichtig zijn **

De met * aangegeven actieve werkwoorden hebben geen passieve vormen

**


«πνίγω» wordt ook gebruikt als blokkeren, onderdrukken, uiten

Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd πνίγομαι πνιγόμαστε
πνίγεσαι πνίγεστε, πνιγόσαστε
πνίγεται πνίγονται
Onvoltooid verleden tijd πνιγόμουν(α) πνιγόμαστε, πνιγόμασταν
πνιγόσουν(α) πνιγόσαστε, πνιγόσασταν
πνιγόταν πνίγονταν, πνιγόντανε, πνιγόντουσαν
Aoristus πνίγηκα πνιγήκαμε
πνίγηκες πνιγήκατε
πνίγηκε πνίγηκαν, πνιγήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω πνιγεί,
είμαι πνιγμένος, -η
έχουμε πνιγεί,
είμαστε πνιγμένοι, -ες
έχεις πνιγεί,
είσαι πνιγμένος, -η
έχετε πνιγεί,
είστε πνιγμένοι, -ες
έχει πνιγεί,
είναι πνιγμένος, -η, -ο
έχουν πνιγεί,
είναι πνιγμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα πνιγεί,
ήμουν πνιγμένος, -η
είχαμε πνιγεί,
ήμαστε πνιγμένοι, -ες
είχες πνιγεί,
ήσουν πνιγμένος, -η
είχατε ανοιχτεί,
ήσαστε πνιγμένοι, -ες
είχε πνιγεί,
ήταν πνιγμένος, -η, -ο
είχαν πνιγεί,
ήταν πνιγμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα πνίγομαι θα πνιγόμαστε
θα πνίγεσαι θα πνίγεστε, θα πνιγόσαστε
θα πνίγεται θα πνίγονται
Toekomende tijd (2) θα πνιγώ θα πνιγούμε
θα πνιγείς θα πνιγείτε
θα πνιγεί θα πνιγούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω πνιγεί,
θα είμαι πνιγμένος, -η
θα έχουμε πνιγεί,
θα είμαστε πνιγμένοι, -ες
θα έχεις πνιγεί,
θα είσαι πνιγμένος, -η
θα έχετε πνιγεί,
θα είστε πνιγμένοι, -ες
θα έχει πνιγεί,
θα είναι πνιγμένος, -η, -ο
θα έχουν πνιγεί,
θα είναι πνιγμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να πνίγομαι να πνιγόμαστε
να πνίγεσαι να πνίγεστε, να πνιγόσαστε
να πνίγεται να πνίγονται
Aoristus να πνιγώ να πνιγούμε
να πνιγείς να πνιγείτε
να πνιγεί να πνιγούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω πνιγεί,
να είμαι πνιγμένος, -η
να έχουμε πνιγεί,
να είμαστε πνιγμένοι, -ες
να έχεις πνιγεί,
να είσαι πνιγμένος, -η
να έχετε πνιγεί,
να είστε πνιγμένοι, -ες
να έχει πνιγεί,
να είναι πνιγμένος, -η, -ο
να έχουν πνιγεί,
να είναι πνιγμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- πνίγεστε
Aoristus πνίξου πνιγείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd --
Voltooid tegenwoordige tijd πνιγμένος, -η, -ο πνιγμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus πνιγεί

Enkele voorbeelden met «πνίγομαι»:

ελληνικά ολλανδικά
Πνίγομαι στη δουλειά. In het werk ten onder gaan.
Ο κήπος είναι πνιγμένος στα λουλούδια. De tuin staat vol met bloemen.
Πνιγήκαμε στη σκόνη. We kwamen om in het stof.
Πνίγηκε στη θάλασσα ενώ κολυμπούσε. Hij/zij verdronk in zee tijdens het zwemmen.
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «πνίγομαι»:
- καταπνίγω laten stikken, onderdrukken, verstikken

«πνίγομαι» en «καταπνίγομαι» zijn onregelmatige passieve werkwoordsvormen.