Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd πεινάω, πεινώ πεινάμε, πεινούμε
πεινάς πεινάτε
πεινάει, πεινά πεινάν(ε), πεινούν(ε)
Onvoltooid verleden tijd πεινούσα, πείναγα πεινούσαμε, πεινάγαμε
πεινούσες, πείναγες πεινούσατε, πεινάγατε
πεινούσε, πείναγε πεινούσαν(ε), πείναγαν, πεινάγανε
Aoristus πείνασα πεινάσαμε
πείνασες πεινάσατε
πείνασε πείνασαν, πεινάσαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω πεινάσει έχουμε πεινάσει
έχεις πεινάσει έχετε πεινάσει
έχει πεινάσει έχουν πεινάσει
Voltooid verleden tijd είχα πεινάσει είχαμε πεινάσει
είχες πεινάσει είχατε πεινάσει
είχε πεινάσει είχαν πεινάσει
Toekomende tijd (1) θα πεινάω, θα πεινώ θα πεινάμε, θα πεινούμε
θα πεινάς θα πεινάτε
θα πεινάει, θα πεινά θα πεινάν(ε), θα πεινάν(ε)
Toekomende tijd (2) θα πεινάσω θα πεινάσουμε, θα πεινάσομε
θα πεινάσεις θα πεινάσετε
θα πεινάσει θα πεινάσουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω πεινάσει θα έχουμε πεινάσει
θα έχεις πεινάσει θα έχετε πεινάσει
θα έχει πεινάσει θα έχουν πεινάσει
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να πεινάω, να πεινώ να πεινάμε, να πεινούμε
να πεινάς να πεινάτε
να πεινάει, να πεινά να πεινάν(ε), να πεινούν(ε)
Aoristus να πεινάσω να πεινάσουμε, να πεινάσομε
να πεινάσεις να πεινάσετε
να πεινάσει να πεινάσουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω πεινάσει να έχουμε πεινάσει
να έχεις πεινάσει να έχετε πεινάσει
να έχει πεινάσει να έχουν πεινάσει
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd πείνα, πείναγε πεινάστε
Aoristus πείνασε, πείνα πεινάστε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd πεινώντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας πεινάσει
πεινασμένος, -η, -ο πεινασμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus πεινάσει
Voorbeelden met «πεινάω, πεινώ»:
ελληνικά ολλανδικά
Είμαι πεινασμένος, μπορούμε να πάρουμε κάτι να φάμε; Ik heb honger, kunnen we iets te eten krijgen?
Δεν πεινάω, θα φάω αργότερα. Ik heb geen honger, ik ga later eten.
Βάλτε κάτι να φάει για μας, επειδή είμαστε πεινασμένοι! Zet iets te eten voor ons neer, want we hebben honger!
Αυτή είναι πεινασμένη για δόξα κι εξουσία. Zij is hongerig naar glorie en macht.
Θα πρέπει να πεθαίνεις της πείνας. Je moet sterven van de honger.
Θα πεινάνε όταν έρθουν. Ze zullen honger hebben als ze komen.
Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «πεινάω, πεινώ»:
- γερνάω, γερνώ oud worden, oud maken
- διψάω, διψώ dorst hebben
- προσπερνάω, προσπερνώ bereiken, overwinnen
- σχολάω, σκολάω vakantie hebben, ontslagen worden
- χαλάω, χαλώ kapotmaken, ruineren, bederven
- χαμογελάω, χαμογελώ glimlachen
- χασκογελάω luidkeels lachen