Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd τρομάζω τρομάζουμε, τρομάζομε
τρομάζεις τρομάζετε
τρομάζει τρομάζουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd τρόμαζα τρομάζαμε
τρόμαζες τρομάζατε
τρόμαζε τρόμαζαν, τρομάζαν(ε)
Aoristus τρόμαξα τρομάξαμε
τρόμαξες τρομάξατε
τρόμαξε τρόμαξαν, τρομάξαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω τρομάξει,
έχω τρομαγμένο
έχουμε τρομάξει,
έχουμε τρομαγμένο
έχεις τρομάξει,
έχεις τρομαγμένο
έχετε τρομάξει,
έχετε τρομαγμένο
έχει τρομάξει,
έχει τρομαγμένο
έχουν τρομάξει,
έχουν τρομαγμένο
Voltooid verleden tijd είχα τρομάξει,
είχα τρομαγμένο
είχαμε τρομάξει,
είχαμε τρομαγμένο
είχες τρομάξει,
είχες τρομαγμένο
είχατε τρομάξει,
είχατε τρομαγμένο
είχε τρομάξει,
είχε τρομαγμένο
είχαν τρομάξει,
είχαν τρομαγμένο
Toekomende tijd (1) θα τρομάζω θα τρομάζουμε, θα τρομάζομε
θα τρομάζεις θα τρομάζετε
θα τρομάζει θα τρομάζουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα τρομάξω θα τρομάξουμε, θα τρομάξομε
θα τρομάξεις θα τρομάξετε
θα τρομάξει θα τρομάξουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω τρομάξει,
έχω τρομαγμένο
θα έχουμε τρομάξει,
θα έχουμε τρομαγμένο
θα έχεις τρομάξει,
θα έχεις τρομαγμένο
θα έχετε τρομάξει,
θα έχετε τρομαγμένο
θα έχει τρομάξει,
θα έχει τρομαγμένο
θα έχουν τρομάξει,
θα έχουν τρομαγμένο
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να τρομάζω να τρομάζουμε, να τρομάζομε
να τρομάζεις να τρομάζετε
να τρομάζει να τρομάζουν(ε)
Aoristus να τρομάξω να τρομάξουμε, να τρομάξομε
να τρομάξεις να τρομάξετε
να τρομάξει να τρομάξουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω τρομάξει,
να έχω τρομαγμένο
να έχουμε τρομάξει,
να έχουμε τρομαγμένο
να έχεις τρομάξει,
να έχεις τρομαγμένο
να έχετε τρομάξει,
να έχετε τρομαγμένο
να έχει τρομάξει,
να έχει τρομαγμένο
να έχουν τρομάξει,
να έχουν τρομαγμένο
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd τρόμαζε τρομάζετε
Aoristus τρόμαξε τρομάξτε, τρομάχτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd τρομάζοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας τρομτάξει
Onbepaalde wijs
Aoristus τρομάξει
Voorbeelden met «τρομάζω»:
ελληνικά ολλανδικά
Tρόμαξε όταν είδε το φορτηγό να έρχεται μπροστά του. Hij schrok toen hij de truck voor je zag komen.
Είναι τόσο άσχημος που τρομάζεις όταν τον βλέπεις. Het is zo akelijk als je schrikt wanneer je hem ziet.
Δε σε άκουσα που μπήκες και τρόμαξα που σε είδα. Ik hoorde niet binnenkomen en schrok toe ik je zag.
Mε τρόμαξε ο σκύλος. De hond maakte me bang.
Ο σεισμός μάς τρόμαξε όλους. De aardebeving maakte ons allen bang.
Mε τρομάζει το σκοτάδι. Ik ben bang in het donker.
Mε τρομάζει η συμπεριφορά αυτού του παιδιού. De gedrag van die kinderen schrikt me af.
Mε τρομάζουν πολύ οι φετινές εξετάσεις. Ik ben bang voor de examens van dit jaar.
Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «τρομάζω»:
- αλαλάζω schreeuwen van blijdschap
- αλλάζω veranderen
- αναστενάζω zuchten
- αποστάζω destileren
- αποφράζω afsluiten
- αράζω aanmeren, staken, tot rust komen
- αρπάζω roven, wegtrekken, ontvoeren
- βαριαναστενάζω zuchten, huiveren
- βαστάζω dragen, ondersteunen
- βελάζω loeien, blaten
- βουίζω zoemen, brullen, neuriën
- βουλιάζω ruïneren, zinken, instorten
- βροντοφωνάζω gillen, schreeuwen
- γκρινιάζω zeuren, klagen
- γρούζω knorren, kirren
- διατάζω commanderen, orders geven
- κοιτάζω kijken naar
- νυστάζω slaap hebben
- παίζω spelen
- πειράζω storen, lastig vallen, plagen
- περιπαίζω bespotten, bedriegen
- περιφράζω omheinen, insluiten
- πρήζω opblazen
- ρημάζω vernielen, afbreken, ruïneren
- σκιάζω bangmaken, schrik aanjagen
- σκούζω jammeren, huilen
- στάζω druipen, lekken
- στενάζω steunen, kreunen, weeklagen
- στοιβάζω persen, vullen, stouwen
- σφάζω slachten
- τάζω een gelofte doen
- τινάζω schudden
- τρίζω kraken, knarsen, schuren, piepen
- υποστηρίζω bijstaan, steunen
- φαντάζω verbeelden, de indruk geven
- φράζω in/af-sluiten, blokkeren
- φωνάζω roepen, screeuwen
- χαρτοπαίζω dobbelen, gokken
- χουγιάζω schreeuwen naar
- χαράζω inkerven, graveren