Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd φωνάζω φωνάζουμε, φωνάζομε
φωνάζεις φωνάζετε
φωνάζει φωνάζουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd φώναζα φωνάζαμε
φώναζες φωνάζατε
φώναζε φώναζαν, φωνάζαν(ε)
Aoristus φώναξα φωνάξαμε
φώναξες φωνμάξατε
φώναξε φώναξαν, φωνάξαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω φωνάξει έχουμε φωνάξει
έχεις φωνάξει έχετε φωνάξει
έχει φωνάξει έχουν φωνάξει
Voltooid verleden tijd είχα φωνάξει είχαμε φωνάξει
είχες φωνάξει είχατε φωνάξει
είχε φωνάξει είχαν φωνάξει
Toekomende tijd (1) θα φωνάζω θα φωνάζουμε, θα φωνάζομε
θα φωνάζεις θα φωνάζετε
θα φωνάζει θα φωνάζουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα φωνάξω θα φωνάξουμε, θα φωνάξομε
θα φωνάξεις θα φωνάξετε
θα φωνάξει θα φωνάξουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω φωνάξει θα έχουμε φωνάξει
θα έχεις φωνάξει θα έχετε φωνάξει
θα έχει φωνάξει θα έχουν φωνάξει
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd ναφωνάζω να φωνάζουμε, να φωνάζομε
να τρομάζεις να φωνάζετε
να φωνάζει να φωνάζουν(ε)
Aoristus να φωνάξω να φωνάξουμε, να φωνάξομε
να φωνάξεις να φωνάξετε
να φωνάξει να φωνάξουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω φωνάξει να έχουμε φωνάξει
να έχεις φωνάξει να έχετε φωνάξει
να έχει φωνάξει να έχουν φωνάξει
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd φώναζε φωνάζετε
Aoristus φώναξε φωνάξτε, φωνάχτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd φωνάζοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας φωνάξει
Onbepaalde wijs
Aoristus φωνάξει
Voorbeelden met «τρομάζω»:
ελληνικά ολλανδικά
Γιατί φωνάζετε; Waarom schreeuwen jullie?
Σταμάτα να μου φωνάζεις! Hou op met schreeuwen naar me!
Φώναζέ με, Γιάννη, αν γουστάρεις. Bel me, Jan, als dat je gelukkig maakt.
Μην αστειευτείς, φωνάζοντάς τους! Maak geen grappen als je hen belt!
'Ανθρωποι φώναζαν τ'όνομά μου. De mensen riepen mijn naam.
Μου φωνάζουν να περάσω. Ze roepen mij langs te komen.
Ήμουν μεθυσμένος και φώναζα όλους αγάπες μου Ik was dronken en noemde iedereen lieveling.
Χαίρω πολύ, αλλά σε παρακαλώ, φώναζέ με! Leuk je te ontmoeten, maar bel me alstublieft!.
Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «τρομάζω»:
- αλαλάζω schreeuwen van blijdschap
- αλλάζω veranderen
- αναστενάζω zuchten
- αποστάζω destileren
- αποφράζω afsluiten
- αράζω aanmeren, staken, tot rust komen
- αρπάζω roven, wegtrekken, ontvoeren
- βαριαναστενάζω zuchten, huiveren
- βαστάζω dragen, ondersteunen
- βελάζω loeien, blaten
- βουίζω zoemen, brullen, neuriën
- βουλιάζω ruïneren, zinken, instorten
- βροντοφωνάζω gillen, schreeuwen
- γκρινιάζω zeuren, klagen
- γρούζω knorren, kirren
- διατάζω commanderen, orders geven
- κοιτάζω kijken naar
- νυστάζω slaap hebben
- παίζω spelen
- πειράζω storen, lastig vallen, plagen
- περιπαίζω bespotten, bedriegen
- περιφράζω omheinen, insluiten
- πρήζω opblazen
- ρημάζω vernielen, afbreken, ruïneren
- σκιάζω bangmaken, schrik aanjagen
- σκούζω jammeren, huilen
- στάζω druipen, lekken
- στενάζω steunen, kreunen, weeklagen
- στοιβάζω persen, vullen, stouwen
- σφάζω slachten
- τάζω een gelofte doen
- τινάζω schudden
- τρίζω kraken, knarsen, schuren, piepen
- υποστηρίζω bijstaan, steunen
- φαντάζω verbeelden, de indruk geven
- φράζω in/af-sluiten, blokkeren
- τρομάζω laten schrikken, bang maken, afschrikken
- χαρτοπαίζω dobbelen, gokken
- χουγιάζω schreeuwen naar
- χαράζω inkerven, graveren