Tijden - wijzen Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd ανασκάπτομαι ανασκαπτόμαστε
ανασκάπτεσαι ανασκάπτεστε, ανασκαπτόσαστε
ανασκάπτεται ανασκάπτονται
Onvoltooid verleden tijd ανασκαπτόμουν(α) ανασκαπτόμαστε
ανασκαπτόσουν(α) ανασκαπτόσαστε
ανασκαπτόταν(ε) ανασκάπτονταν
Aoristus ανασκάφηκα/ανασκάφτηκα ανασκαφήκαμε/ανασκαφτήκαμε
ανασκάφηκες/ανασκάφτηκες ανασκαφήκατε/ανασκαφτήκατε
ανασκάφηκε/ανασκάφτηκε ανασκάφηκαν/ανασκαφτήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω ανασκαφεί/ανασκαφτεί,
είμαι ανασκαμμένος, -η
έχουμε ανασκαφεί/ανασκαφτεί,
είμαστε ανασκαμμένοι, -ες
έχεις ανασκαφεί/ανασκαφτεί,
είσαι ανασκαμμένος, -η
έχουμε ανασκαφεί/ανασκαφτεί,
είμαστε ανασκαμμένοι, -ες
έχει ανασκαφεί/ανασκαφτεί,
είναι ανασκαμμένος, -η, -ο
έχουν ανασκαφεί/ανασκαφτεί,
είναι ανασκαμμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα ανασκαφεί/ανασκαφτεί,
ήμουν ανασκαμμένος, -η
είχαμε ανασκαφεί/ανασκαφτεί,
ήμαστε ανασκαμμένοι, -ες
είχες ανασκαφεί/ανασκαφτεί,
ήσουν ανασκαμμένος, -η
είχατε ανασκαφεί/ανασκαφτεί,
ήσαστε ανασκαμμένοι, -ες
είχε ανασκαφεί/ανασκαφτεί,
ήταν ανασκαμμένος, -η, -ο
είχαν ανασκαφεί/ανασκαφτεί,
ήταν ανασκαμμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα ανασκάπτομαι θα ανασκαπτόμαστε
θα ανασκάπτεσαι θα ανασκάπτεστε, ανασκαπτόσαστε
θα ανασκάπτεται θα ανασκάπτονται
Toekomende tijd (2) θα ανασκαφώ/ανασκαφτώ θα ανασκαφούμε/ανασκαφτούμε
θα ανασκαφείς/ανασκαφτείς θα ανασκαφείτε/ανασκαφτείτε
θα ανασκαφεί/ανασκαφτεί θα ανασκαφούν(ε)/ανασκαφτούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω ανασκαφεί/ανασκαφτεί,
θα είμαι ανασκαμμένος, -η
θα έχουμε ανασκαφεί/ανασκαφτεί,
θα είμαστε ανασκαμμένοι, -ες
θα έχεις ανασκαφεί/ανασκαφτεί,
θα είσει ανασκαμμένος, -η
θα έχετε ανασκαφεί/ανασκαφτεί,
θα είστε ανασκαμμένοι, -ες
θα έχει ανασκαφεί/ανασκαφτεί,
θα είναι ανασκαμμένος, -η, -ο
θα έχουν ανασκαφεί/ανασκαφτεί,
θα είναι ανασκαμμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να ανασκάπτομαι να ανασκαπτόμαστε
να ανασκάπτεσαι να ανασκάπτεστε, ανασκαπτόσαστε
να ανασκάπτεται να ανασκάπτονται
Aoristus να ανασκαφώ/ανασκαφτώ να ανασκαφούμε/ανασκαφτούμε
να ανασκαφείς/ανασκαφτείς να ανασκαφείτε/ανασκαφτείτε
να ανασκαφεί/ανασκαφτεί να ανασκαφούν(ε)/ανασκαφτούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω ανασκαφεί/ανασκαφτεί,
να είμαι ανασκαμμένος, -η
να έχουμε ανασκαφεί/ανασκαφτεί,
να είμαστε ανασκαμμένοι, -ες
να έχεις ανασκαφεί/ανασκαφτεί,
να είσει ανασκαμμένος, -η
να έχετε ανασκαφεί/ανασκαφτεί,
να είστε ανασκαμμένοι, -ες
να έχει ανασκαφεί/ανασκαφτεί,
να είναι ανασκαμμένος, -η, -ο
να έχουν ανασκαφεί/ανασκαφτεί,
να είναι ανασκαμμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- ανασκάπτεστε
Aoristus ανασκάψου ανασκαφείτε/ανασκατείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd ανασκαπτόμενος
Voltooid tegenwoordige tijd ανασκαμμένος, -η, -ο ανασκαμμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus ανασκαφεί/ανασκαφτεί
Voorbeelden met «ανασκάπτομαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Χαλαρώνοντας το χώμα ευκολύνθηκε να ανασκαφεί του πτώματος. Door het losmaken van de aarde werd het opgraven van het lijk vergemakkelijkt.
Έχει ανασκαφεί ολόκληρος ο χώρος γύρω από την Aκρόπολη. Het hele gebied rond de Acropolis wordt afgegraven.
Στην ανασκαπτόμενη περιοχή ξαφνικά σκόνταφτε στα μεσαιωνικά αγγεία. In het afgegraven gebied stuitte men plotseling op middeleeuws aardewerk.
Στην Κρήτη άρχισε να ανασκάπτεται μίας αρχαία πόλης από την τελευταία Μινωική εποχή. Op Kreta is men begonnen met het opgraven van een oude stad uit de laatste Minoïsche periode.
De volgende werkwoorden worden op dezelfde manier vervoegd als «ανασκάπτομαι»:
- υποσκάπτομαι afgegraven worden, ondermijnd worden